Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συνομιλητής

См. также в других словарях:

  • συνομιλητής — ο, θηλ. συνομιλήτρια, ΝΑ [συνομιλῶ] νεοελλ. 1. αυτός με τον οποίο συνομιλεί κανείς 2. (διπλ. πολ.) εταίρος σε διμερείς ή πολυμερείς συνομιλίες αρχ. σύντροφος, φίλος …   Dictionary of Greek

  • συνομιλητής — ο θηλ. συνομιλήτρια αυτός που συνομιλεί με κάποιον: Στη συζήτηση οι συνομιλητές του τον διέκοπταν συνεχώς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνομιληταῖς — συνομιλητής companion masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνομιληταί — συνομιλητής companion masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνομιλητήν — συνομιλητής companion masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλεκτικός — ή, ό (AM διαλεκτικός, ή, όν) [διάλεκτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαλεκτική 2. ο έμπειρος, ο ικανός στη διαλεκτική, ο επιδέξιος συνομιλητής 3. αυτός που ακολουθεί στη φιλοσοφία τη διαλεκτική μέθοδο, ο οπαδός τής διαλεκτικής 4. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • ειρωνεία — η (AM εἰρωνεία) λεπτός εμπαιγμός τών ελαττωμάτων, τής συμπεριφοράς ή τών λόγων τών άλλων νεοελλ. φρ. 1. «ειρωνεία τής τύχης» η απροσδόκητη αλλαγή προς το χειρότερο τής τύχης που φαινόταν ευνοϊκή 2. «σωκρατική ειρωνεία» η φιλοσοφική, παιδευτική… …   Dictionary of Greek

  • εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… …   Dictionary of Greek

  • οαριστής — ὀαριστής, ὁ (Α) [οαρίζω] φίλος με τον οποίο συναναστρέφεται και συνδιαλέγεται κανείς με εμπιστοσύνη και ειλικρίνεια, συνομιλητής, σύντροφος («Μίνως ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὀαριστής», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • συζητητής — ο, ΝΜΑ, θηλ. συζητήτρια Ν [συζητῶ] 1. αυτός που συζητεί, που συμμετέχει ή διεξάγει μία συζήτηση, συνομιλητής («είναι καλός συζητητής») 2. ο επιδέξιος στη διεξαγωγή συζητήσεων ή αυτός που τού αρέσει να συζητεί …   Dictionary of Greek

  • συνομιλήτρια — η, ΝΑ βλ. συνομιλητής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»