Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

συνομιλητής

  • 1 собеседник

    собеседник м о συνομιλητής
    * * *
    м
    ο συνομιλητής

    Русско-греческий словарь > собеседник

  • 2 собеседник

    ο συνομιλητής.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > собеседник

  • 3 находить

    находить I
    несов
    1. βρίσκω, εὐρίσκω:
    \находить деньги на дороге βρίσκω λεφτά στό δρόμο· \находить правильное решение βρίσκω σωστή λύση· \находить оправда́ние βρίσκω δικαιολογία· \находить поддержку (утешение) в чем-л. βρίσκω ὑποστήριξη (παρηγοριά) σέ κάτι· \находить применение ἐφαρμόζομαι, χρησιμεύω· \находить удовольствие в беседе с кем-л. νοιώθω εὐχαρίστηση κουβεντιάζοντας μέ κάποιον
    2. (приходить к выводу) θεωρώ, κρίνω, βρίσκω:
    \находить, что собеседник прав θεωρώ πώς ὁ συνομιλητής μου ἔχει δίκηο· врач находит, что больной в тяжелом состоянии ὁ γιατρός κρίνει πώς ἡ κατάσταση τοῦ ἀρρωστου εἶναι σοβαρή· \находить кого-л. красивым βρίσκω ὀμορφο (κάποιον)· ◊ не \находить себе места δέν βρίσκω ἡσυχία, δέν μπορώ νά ἡσυχάσω.
    находить II
    несов
    1. (наталкиваться) προσκρούω, συναντώ, τρακάρω:
    \находить на мель προσαράζω στά ρηχά·
    2. (надвинувшись, закрывать \находить о туче, облаке) σκεπάζω·
    3. перен (овладевать, охватывать):
    на меня находит грусть μέ πιάνει στενοχώρια· что это на тебя иахо́дит? τί σέ πιάνει;·
    4. (сходиться, собираться) μαζεύομαι, συναθροίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > находить

  • 4 собеседник

    [σαμπισιέντνικ] ουσ. α. συνομιλητής

    Русско-греческий новый словарь > собеседник

  • 5 собеседник

    [σαμπισιέντνικ] ουσ α συνομιλητής

    Русско-эллинский словарь > собеседник

  • 6 собеседник

    α. -ца, -ы θ.
    συνομιλητής, -λήτρια.

    Большой русско-греческий словарь > собеседник

См. также в других словарях:

  • συνομιλητής — ο, θηλ. συνομιλήτρια, ΝΑ [συνομιλῶ] νεοελλ. 1. αυτός με τον οποίο συνομιλεί κανείς 2. (διπλ. πολ.) εταίρος σε διμερείς ή πολυμερείς συνομιλίες αρχ. σύντροφος, φίλος …   Dictionary of Greek

  • συνομιλητής — ο θηλ. συνομιλήτρια αυτός που συνομιλεί με κάποιον: Στη συζήτηση οι συνομιλητές του τον διέκοπταν συνεχώς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνομιληταῖς — συνομιλητής companion masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνομιληταί — συνομιλητής companion masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνομιλητήν — συνομιλητής companion masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλεκτικός — ή, ό (AM διαλεκτικός, ή, όν) [διάλεκτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαλεκτική 2. ο έμπειρος, ο ικανός στη διαλεκτική, ο επιδέξιος συνομιλητής 3. αυτός που ακολουθεί στη φιλοσοφία τη διαλεκτική μέθοδο, ο οπαδός τής διαλεκτικής 4. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • ειρωνεία — η (AM εἰρωνεία) λεπτός εμπαιγμός τών ελαττωμάτων, τής συμπεριφοράς ή τών λόγων τών άλλων νεοελλ. φρ. 1. «ειρωνεία τής τύχης» η απροσδόκητη αλλαγή προς το χειρότερο τής τύχης που φαινόταν ευνοϊκή 2. «σωκρατική ειρωνεία» η φιλοσοφική, παιδευτική… …   Dictionary of Greek

  • εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… …   Dictionary of Greek

  • οαριστής — ὀαριστής, ὁ (Α) [οαρίζω] φίλος με τον οποίο συναναστρέφεται και συνδιαλέγεται κανείς με εμπιστοσύνη και ειλικρίνεια, συνομιλητής, σύντροφος («Μίνως ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὀαριστής», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • συζητητής — ο, ΝΜΑ, θηλ. συζητήτρια Ν [συζητῶ] 1. αυτός που συζητεί, που συμμετέχει ή διεξάγει μία συζήτηση, συνομιλητής («είναι καλός συζητητής») 2. ο επιδέξιος στη διεξαγωγή συζητήσεων ή αυτός που τού αρέσει να συζητεί …   Dictionary of Greek

  • συνομιλήτρια — η, ΝΑ βλ. συνομιλητής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»