Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συνάρτησις

См. также в других словарях:

  • συνάρτησις — junction fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρτήσει — συνάρτησις junction fem nom/voc/acc dual (attic epic) συναρτήσεϊ , συνάρτησις junction fem dat sg (epic) συνάρτησις junction fem dat sg (attic ionic) συναρτάω knit aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) συναρτάω knit fut ind mid 2nd sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρτήσεις — συνάρτησις junction fem nom/voc pl (attic epic) συνάρτησις junction fem nom/acc pl (attic) συναρτάω knit aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) συναρτάω knit fut ind act 2nd sg (attic ionic) συναρτάω knit aor subj act 2nd sg (attic epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάρτησιν — συνάρτησις junction fem acc sg συναρτάω knit pres ind act 3rd sg συναρτάω knit pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάρτηση — Έστω A, B σύνολα, διαφορετικά από το κενό. Ας είναι ακόμα σ μια σχέση από το Α στο Β, σ: A > Β. Αν η σχέση αυτή είναι μονοσήμαντη, τότε (και μόνο) λέμε ότι είναι μια συνάρτηση από το Α στο Β. Το σύνολο των x από το Α, που είναι τέτοια, ώστε να …   Dictionary of Greek

  • ՄԻԱՅԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0268 Chronological Sequence: 8c, 11c գ. ἁποκολουθία consequentia συνάρτησις connexio, colligatio σύμπτωσις coincidentia, concursio. Զուգայարմարութիւն. եւ Կցումն. զօդումն. շաղկապումն. *Իսկ որ զկնի սորին ասէ, այնպէս թուի՝ թէ առանց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • συναρτήσεως — συναρτήσεω̆ς , συνάρτησις junction fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»