Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συζυγικός

См. также в других словарях:

  • συζυγικός — ή, ό / συζυγικός, ή, όν, ΝΑ [σύζυγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συζύγους («συζυγικός βίος»). επίρρ... συζυγικά Ν με τρόπο που αρμόζει σε συζύγους …   Dictionary of Greek

  • συζυγικός — ή, ό σχετικός με τους συζύγους: Δοκιμάστηκε η συζυγική του πίστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευναίος — εὐναῑος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι ή στη φωλιά του (α. «εὐναῑος [λαγώς]» λαγός που είναι κρυμμένος, τρυπωμένος στη φωλιά του, Ξεν. β. «εὐναῑα [ἴχνη]» τα ίχνη που οδηγούν στη φωλιά, Ξεν.) 2. (κυρίως για το συζυγικό κρεβάτι, με… …   Dictionary of Greek

  • ζυγαδικός — ζυγαδικός, ή, όν (Α) [ζυγάς] συζυγικός, ο αναφερόμενος στη συζυγία άνδρα και γυναίκας …   Dictionary of Greek

  • κουρίδιος — κουρίδιος, ία και ίη, ον (Α) 1. συνδεδεμένος με γάμο, νόμιμος σύζυγος (α. «κουρίδιον ποθέουσα πόσιν», Ομ. Ιλ. β. «γαμέουσι δ ἕκαστος αὐτῶν πολλὰς μὲν κουριδίας γυναῑκας», Ηρόδ.) 2. συζυγικός («νωΐτερον λέχος αὐτῶν κουρίδιον», Ομ. Ιλ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • πείσμα — (I) το / πεῑσμα, ΝΜΑ [πείθω] νεοελλ. 1. έντονη και παράλογη επιμονή σε ορισμένη γνώμη ή ενέργεια, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι («ας είναι καλά το πείσμα σου») 2. παροιμ. «το πείσμα βγάζει πρήσμα» η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που τήν έχει… …   Dictionary of Greek

  • συζυγία — η, ΝΜΑ [σύζυγος] 1. υπαγωγή στον ίδιο ζυγό, ένωση, σύζευξη 2. συζυγικός δεσμός νεοελλ. 1. αστρον. ορισμένη θέση τής Σελήνης ή ενός πλανήτη σε σχέση με τον Ήλιο κατά την οποία τα δύο αυτά ουράνια σώματα βρίσκονται είτε σε σύνοδο είτε σε αντίθεση 2 …   Dictionary of Greek

  • Μοράβια, Αλμπέρτο — (Alberto Moravia, Ρώμη 1907 – 1990). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού συγγραφέα Αλμπέρτο Πιντσέρλε (Alberto Pincherle). Ασχολείται επίσης με τη δημοσιογραφία και με την κινηματογραφική κριτική. Πρωτοεμφανίστηκε με το μυθιστόρημα Οι αδιάφοροι… …   Dictionary of Greek

  • Ρουσό, Ζαν-Ζακ — (Rousseau, Γενεύη 1712 – Eρμενονβίλ, Ουάζ 1778). Φιλόσοφος του γαλλικού διαφωτισμού. Έπειτα από ανήσυχη και περιπετειώδη νεανική ζωή, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τους φιλοσόφους και ιδιαίτερα με τον Ντιντερό. Για την… …   Dictionary of Greek

  • βίος — ο 1.η ύπαρξη ζωντανού οργανισμού, η ζωή και η διάρκειά της: Ο συζυγικός του βίος είναι πολύ ευτυχισμένος. 2. βιογραφία: Ο βίος του αγίου Δημητρίου περιέχει πολλά ιστορικά στοιχεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»