Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συγκεντρώνομαι

  • 1 съехаться

    Русско-греческий словарь > съехаться

  • 2 толпиться

    толпиться συγκεντρώνομαι, συνωστίζομαι
    * * *
    συγκεντρώνομαι, συνωστίζομαι

    Русско-греческий словарь > толпиться

  • 3 собираться

    собира||ться
    1. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι·
    2. (готовиться) ἐτοιμάζομαι:
    он \собиратьсяется уехать ἐτοιμάζεται νά ἀναχωρήσει· ◊ \собиратьсяться с мыслями συγκεντρώνομαι, σκέπτομαι, τακτοποιώ τίς σκέψεις μου· \собиратьсяться с силами συγκεντρώνω τίς δυνάμεις μου.

    Русско-новогреческий словарь > собираться

  • 4 набежать

    -егу, -ежишь, -егут
    ρ.σ.
    1. προσκρούω, σκοντάφτω, τρακάρω, πέφτω επάνω. || καλύπτω, σκεπάζω κινούμενος•

    тучки -ли на луну συννεφάκια σκέπασαν το φεγγάρι•

    волна -ла на берег το κύμα σκέπασε την ακτή.

    || βγαίνω, εμφανίζομαι•

    -ли морщины на лоб εμφανίστηκαν ρυτίδες στο μέτωπο•

    -ли слёзы έτρεξαν (πήγαν) δάκρυα.

    2. εμφανίζομαι ξαφνικά, απότομα•

    ветер -ал ξαφνικά φύσηξε άνεμος.

    3. μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, συνάζομαι, συναθροίζομαι•

    воры -ли μαζεύτηκαν κλέφτες.

    || ρέω, τρέχω, χύνομαι•

    вода -ла в яму νερό πολύ έτρεξε στο λάκκο.

    || (για χρήματα, τόκους) μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, αποταμιεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > набежать

  • 5 напереть

    -пру, -пршь, παρλθ. χρ. напр, -ла, -ло,
    επιρ. μτχ. наперев
    ρ.σ.
    1. (απλ.) σπρώχνω, σκουντώ ζουπώ.
    2. μαζεύομαι, συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι.
    μαζεύομαι, συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > напереть

  • 6 собрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. собрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. собранный, βρ: -ран, -а κ. -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω, συνάζω•

    собрать людей συγκεντρώνω τους ανθρώπους•

    собрать стадо у колодца μαζεύω το κοπάδι στο πηγάδι•

    собрать в кучу συσσωρεύω•

    собрать грибы μαζεύω μανιτάρια•

    собрать сведения συγκεντρώνω πληροφορίες.

    2. τακτοποιώ• ετοιμάζω•

    собрать чемодан ετοιμάζω τη βαλίτσα-- в дорогу ετοιμάζω τα απαραίτηταγια το δρόμο. собрать обед ετοιμάζω το γεύμα•

    собрать стол στρώνω το τραπέζι (για φαγητό).

    4. διπλώνω, πτυχώνω• ρυτιδώνω.
    5. συναρμολογώ, μοντάρω.
    6. συλλέγω•

    собрать коллекцию марок συλλέγωγραμματόσημα.

    7. συγκομίζω•

    собрать огурцы μαζεύωαγγουράκια•

    собрать виноград μαζεύω σταφύλια (τρυγώ)•

    собрать урожай μαζεύω τη σοδειά.

    8. εντείνω•

    собрать все свой силы συγκεντρώνω όλες μουτις δυνάμεις.

    1. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, συνάζομαι, μαζεύομαι,• συνέρχομαι. || συρρέω, προσέρχομαι, προστρέχω.
    2. συλλέγομαι.
    3. διπλώνομαι• ρυτιδώνομαι.
    4. ετοιμάζομαι (για δρόμο, ταξίδι, κυνήγι κλπ.). || σκοπεύω, προτίθεμαι•

    мой брат -лся жениться ο αδερφός μου σκοπεύει να παντρευτεί.

    5. εξασφαλίζομαι•

    собрать с деньгами εξασφαλίζομαι από χρήματα•

    собрать со средствами εξασφαλίζομαι από μέσα.

    6. εντείνω (τις δυνάμεις κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    собрать с духом – α) παίρνωανάσα, ξεκουράζομαι από το τρέξιμο, β) αναθαρρώ, ανακτώ το θάρρος• συνέρχομαι•
    собрать с мыслями – συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω τη σκέψη μου.

    Большой русско-греческий словарь > собрать

  • 7 собрать

    собрать 1) в рази. знач. μαζεύω· \собрать урожай συγκομίζω, σοδιάζω· \собрать вещи μαζεύω τα πράγματα* \собрать коллекцию κάνω συλλογή, συλλέγω 2) (созвать) συγκαλώ, συγκεντρώνω 3) (смонтировать) εφαρμόζω, μαντάρω, συναρμολογώ \собраться 1) (вместе) συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι 2) (приготовиться ) ετοιμάζομαι σκοπεύω (намереваться)' он
    * * *
    1) в разн. знач. μαζεύω

    собра́ть урожа́й — συγκομίζω, σοδιάζω

    собра́ть ве́щи — μαζεύω τα πράγματα

    собра́ть колле́кцию — κάνω συλλογή, συλλέγω

    2) ( созвать) συγκαλώ, συγκεντρώνω
    3) ( смонтировать) εφαρμόζω, μοντάρω, συναρμολογώ

    Русско-греческий словарь > собрать

  • 8 собраться

    1) ( вместе) συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι
    2) ( приготовиться) ετοιμάζομαι; σκοπεύω ( намереваться)

    он собра́лся уе́хать — αποφάσισε να φύγει

    Русско-греческий словарь > собраться

  • 9 сойти

    сойти κατεβαίνω* \сойти с лестницы κατεβαίνω τη σκάλα; \сойти с дороги εγκαταλείπω το δρόμο, παραστρατώ· вы сойдёте на этой остановке? θα κατεβείτε σ'αυτή τη στάση; \сойтись (собраться) μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι
    * * *

    сойти́ с ле́стницы — κατεβαίνω τη σκάλα

    сойти́ с доро́ги — εγκαταλείπω το δρόμο, παραστρατώ

    вы сойдёте на э́той остано́вке? — θα κατεβείτε σ'αυτή τη στάση

    Русско-греческий словарь > сойти

  • 10 сойтись

    ( собраться) μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι

    Русско-греческий словарь > сойтись

  • 11 группироваться

    гру́пп||ироваться
    συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, συγκροτούμαι.

    Русско-новогреческий словарь > группироваться

  • 12 концентрироваться

    концентрировать||ся
    1. (сосредоточиваться) συγκεντρώνομαι, συγκεντροῦμαί
    2. хим. (συμ)πυκνοῦμαι.

    Русско-новогреческий словарь > концентрироваться

  • 13 мысль

    мысл||ь
    ж ἡ σκέψη [-ις], ἡ Ιδέα / ὁ συλλογισμός (рассуждение)/ ἡ νόηση [-ις], ἡ διάνοια (мышление):
    основная \мысль ἡ βασική ίδέα· задняя \мысль ἡ ὑστεροβουλία· предвзятая \мысль ἡ προκατάληψη· образ \мысльей ὁ τρόπος τοῦ σκέπτεσθαι· ход \мысльей ὁ εἰρμός τῶν σκέψεων собраться с \мысльями συγκεντρώνομαι, σκέπτομαι· носиться с \мысльыо κατέχομαι ἀπό τή σκέψη· подать кому́-л. \мысль δίνω τήν Ιδέα σέ κά· ποιον приходить к \мысльи φθάνω στό συμπέρασμα, καταλήγω· э́то навело меня на \мысль αὐτό μέ ὁδήγησε στή σκέψη· быть поглощенным \мысльями εἶμαι ἀπορροφημένος ἀπό σκέψεις· у него́ мелькнула \мысль τοῦ πέρασε μιά ίδέα· не допускать и \мысльи ὁβτε νά τό σκεφθεί κανείς· у меня и в \мысльях не было ὁὔτεκἄν είχα αὐτήν τήν σκέψη, οὔτε κἄν τό σκέφτηκα.

    Русско-новогреческий словарь > мысль

  • 14 накапливаться

    накапливать||ся
    συσσωρεύομαι, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι.

    Русско-новогреческий словарь > накапливаться

  • 15 подтягиваться

    подтягивать||ся
    1. (на трапеции и т. п.) ὑψούμαι·
    2. (о войсках) συγκεντρώνομαι·
    3. перен (становиться дисциплинированнее) καλυτερεύω (άμετ.), ἀνεβαίνω.

    Русско-новогреческий словарь > подтягиваться

  • 16 сосредоточиваться

    сосредоточивать||ся
    συγκεντρώνομαι/ προσηλώνομαι (тк. о мыслях, внимании).

    Русско-новогреческий словарь > сосредоточиваться

  • 17 стягиваться

    стягивать||ся
    1. (затянуться) σφίγγομαι/ σφίγγω τήν ζώνη μου (кушаком и т. п.).
    2. (о войсках) συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > стягиваться

  • 18 сходиться

    сходиться
    несов
    1. συναντιέμαι:
    здесь сходятся дороги ἐδῶ συναντιοδνται οἱ δρόμοι·
    2. (собираться) συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι·
    3. (сближаться) γίνομαι φίλος/ συζώ (сожительствовать)·
    4. (совпадать) συμπίπτω, συμπέφτω:
    все показания сходятся ὅλες οἱ μαρτυρίες συμπίπτουν.

    Русско-новогреческий словарь > сходиться

  • 19 толпиться

    толп||и́ться
    несов μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, συνωστίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > толпиться

  • 20 собираться

    [σαμπιράτσα] ρ. μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι

    Русско-греческий новый словарь > собираться

См. также в других словарях:

  • συγκεντρώνομαι — συγκεντρώνομαι, συγκεντρώθηκα, συγκεντρωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρασυλλέγομαι — Α συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι πλησίον ή μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + συλλέγομαι «συγκεντρώνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • αθροίζω — (Α ἀθροίζω και ἁθροίζω) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω νεοελλ. Μαθημ. εκτελώ την πράξη τής προσθέσεως, προσθέτω αρχ. Ι. ενεργ. 1. παραθέτω συγκεντρωτικά, αραδιάζω 2. συσσωρεύω, θησαυρίζω ΙΙ μέσ. συγκεντρώνω για τον εαυτό μου ή γύρω από… …   Dictionary of Greek

  • αλίζω — (I) ἁλίζω (Α) [ἁλής] Ι ενεργ. 1. συνάγω, συναθροίζω 2. περισυλλέγω τμήματα ενός συνόλου παθ. 1. συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείο, γίνομαι ένα σύνολο, συσσωματώνομαι 2. συμπυκνώνομαι σε μια σφαίρα 3. συσσωρεύομαι, μαζεύομαι. (II) (Α ἁλίζω) (το… …   Dictionary of Greek

  • απομαζώνω — (Μ ἀπομαζώνω) Ι. τελειώνω το μάζεμα II. ( ομαι) 1. συγκεντρώνομαι 2. μαζεύομαι στο σπίτι μου, συμμαζεύομαι …   Dictionary of Greek

  • αποστηρίζομαι — ἀποστηρίζομαι (Α) 1. στερεώνω σταθερά 2. στηρίζομαι σταθερά 3. (για ασθένειες) βεβαιώνομαι 2. (για τους χυμούς του σώματος) μετατοπίζομαι, συγκεντρώνομαι σ ένα σημείο …   Dictionary of Greek

  • εισκομίζω — (AM εἰσκομίζω) φέρνω μέσα, μεταφέρω στην πόλη νεοελλ. εισάγω από το εξωτερικό μσν. 1. καταθέτω 2. καταστρέφω 3. μέσ. συγκεντρώνομαι αρχ. 1. (για πρόσ.) οδηγώ μέσα 2. παθ. προμηθεύομαι 3. εισηγούμαι …   Dictionary of Greek

  • εισοδιάζω — και σοδιάζω 1. αποθηκεύω, αποταμιεύω καρπούς και άλλα προϊόντα 2. εισπράττω αρχ. μσν. παθ. (για χρήματα) συνάγομαι συγκεντρώνομαι (στο ταμείο) μσν. κάνω προμήθειες …   Dictionary of Greek

  • εναγελάζομαι — ἐναγελάζομαι (Α) συγκεντρώνομαι σ έναν τόπο σαν αγέλη, συνάγομαι, συναθροίζομαι …   Dictionary of Greek

  • επαθροίζομαι — ἐπαθροίζομαι (Α) συγκεντρώνομαι σ έναν τόπο όπου έχουν ήδη συγκεντρωθεί και άλλοι («τῶν δὲ ὄχλων ἐπαθροιζομένων ἤρξατο λέγειν», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • εφαμαρτώ — ἐφαμαρτῶ, έω (Α) εφομαρτώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁμαρτώ «συγκεντρώνομαι» (< αμάρτυρο επίθ. *ἅμαρτος «συγκεντρωμένος» < ἁμαρεῖν «ακολουθείν, πείθεσθαι»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»