-
1 στοιχειώδης
[стихиодис] εκ. элементарный, начальный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στοιχειώδης
-
2 начальный
начальный 1) (о периоде) αρχικός 2) (об образовании и т. п.) στοιχειώδης· \начальныйое обучение η στοιχειώδης εκπαίδευση* * *1) ( о периоде) αρχικός2) (об образовании и т. п.) στοιχειώδηςнача́льное обуче́ние — η στοιχειώδης εκπαίδευση
-
3 элементарный
επ. βρ: -рен, -рна, -рно.1. στοιχειώδης, αρχικός• λίγος-элементарныйое образование στοιχειώδης μόρφωση•-ая математика η στοιχειώδης (πρακτική) αριθμητική•
-ие знания στοιχειώδεις γνώσεις•
-ая школа το δημοτικό σχολείο.
2. μτφ. απλός, εύκολος•это элементарный -ая вещь αυτό είναι απλό πράγμα.
3. πρωταρχικός, ουσιώδης, κύριος, βασικός•-ое условие πρωταρχικός όρος.
4. (χημ.) στοιχειώδης, των στοιχείων.5. απειροελάχιστος•-ые частицы στοιχειώδη μόρια.
-
4 элементарный
1. (начальный, касающийся только основ чего-л.) αρχικόςστοιχειώδης2. (нетрудный, несложный) απλός, εύκολος 3. (самый необходимый, основной) βασικός, κύριος 4. хим. στοιχειώδης 5. физ. απειροελάχιστος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > элементарный
-
5 образование
I образование Ι с (просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωση· начальное (среднее. высшее) \образование η στοιχειώδης ( μέση, ανώτατη) εκπαίδευση· техническое \образование η τεχνική μόρφωση* получить \образование αποφοιτώ, τελειώνω τις σπουδές μου II образование II с (создание) ο σχηματισμός* * *I с( просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωσηнача́льное (сре́днее, вы́сшее) образова́ние — η στοιχειώδης (μέση, ανώτατη) εκπαίδευση
техни́ческое образова́ние — η τεχνική μόρφωση
II сполучи́ть образова́ние — αποφοιτώ, τελειώνω τις σπουδές μου
( создание) ο σχηματισμός -
6 первоначальный
первоначальный αρχικός, στοιχειώδης· \первоначальныйая причина η πρώτη αιτία* * *αρχικός, στοιχειώδηςпервонача́льная причи́на — η πρώτη αιτία
-
7 элементарный
-
8 начальный
начальн||ыйприл I. (находящийся в начале) ἀρχικός, πρώτος:\начальныйые главы романа τά πρῶτα κεφάλαια τοῦ μυθιστορήματος· \начальныйая буква τό ἀρχικό γράμμα· 2· (первоначальный) στοιχειώδης:\начальныйое образование ἡ στοιχειώδης ἐκπαίδευση· \начальныйая школа τό δημοτικό σχολείο. -
9 начальный
επ.1. αρχικός•начальный период αρχική περίοδος•
-ая скорость αρχική ταχύτητα•
-ые буквы τα αρχικά γράμματα.
|| πρώτος•-ая глава романа το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος.
2. στόχε ιώδης, πρωταρχικός, ουσιώδης•-ое образование στοιχειώδης μόρφωση•
-ая школа δημοτικό σχολείο•
-ые классы οι τάζεις του δημοτικού σχολείου•
-ые основания геометрии στοιχειώδης γεωμετρία ή τα στοιχεία της γεωμετρίας.
3. παλ. βλ. начальник. -
10 низший
επ.1. υπερθ. β. του επ. низкий, χαμηλότατος• κατώτατος•-ие организмы οι κατώτατοι οργανισμοί•
-ие служащие οι κατώτατοι υπάλληλοι•
самый низший ο κατώτερος όλων•
-ая должность η κατώτατη υπαλληλική θέση•
-ее звание ο κατώτατος βαθμός.
2. δημοτικός, στοιχειώδης•-ее образование στοιχειώδης εκπαίδευση•
-ая школа δημοτικό σχολείο•
-ие учебные заведения σχολικά διδακτήρια.
-
11 первоначальный
επ.1. αρχικός•первоначальный план το αρχικό σχέδιο•
-ая причина αρχική αιτία.
|| πρώτος•-ая любовь η πρώτη αγάπη.
|| προηγούμενος, πρότερος, ο πρώην, προγενέστερος.2. πρωταρχικός.3. στοιχειώδης•-ое обучение στοιχειώδης εκπαίδευση•
-ые сведения по арифметике στοιχειώδεις γνώσεις αριθμητικής.
-
12 анализ
1. (метод исследования) η ανάλυση, η εξέταση 2. мед. η εξέτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > анализ
-
13 магнит
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > магнит
-
14 масса
1. (физическая величина) η μάζ/α, το βάροςвзлётная - ав. το βάρος της απογείωσηςпредельная - см. критическая -тяжёлая - см. гравитационная -2. (полужидкое вещество, смесь) о πολτός 3. (эл., элн.) η ηλεκτρική ή ηλεκτρονική μάζα 4. (большое количество) о μεγάλος αριθμός, η μεγάλη ποσότητα, ο όγκος, ο σωρός 5. (вещество, материал) η μάζα, το υλικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > масса
-
15 азбука
азбу||каж1. τό ἀλφάβητο[ν];2. (букварь) τό ἀλφαβητάριο[ν];3. перен τό ἄλφα, ἡ στοιχειώδης γνωση [-ις]; ◊ \азбука Мо́рзе ἀλφάβητο Μορς. -
16 азбучный
азбу||чныйприл:\азбучныйчная истина ἡ στοιχειώδης ἀλήθεια -
17 низший
ни́зш||ий(сравнит, и превосх. ст. от низкий)1. прям., перен κατώτερος:\низший сорт ἡ κατώτερη ποιότητα· товар \низшийего качества (τό) ἐμπόρευμα κατώτερης ποιότητας·2. (начальный):\низшийее образование ἡ στοιχειώδης ἐκπαίδευση·3. (о чине и I т. п.) κατώτερος:\низшийее звание ὁ κατώ· τερος βαθμός·4. биол. κατώτερος:\низший тип животных τά κατώτερα ζῶα, τά πρωτόζωα -
18 образование
образовани||е Iс1. (действие) ἡ δια-μόρφωση [-ις], ὁ σχηματισμός / ἡ ἱδρυση [-ις] (государства и т. п.):\образование слов ὁ σχηματισμός λεξεων2. (результат) ἡ διαμόρφωση [-ις], ὁ σχηματισμός:вулканические \образованиея τά ἡφαιστειογενή στρώματα.образование IIс в разн. знач. ἡ ἐκ-παίδευση [-ις], ἡ μόρφωση [-ις]:начальное \образование ἡ στοιχειώδης ἐκπαίδευση· среднее \образование ἡ μέση ἐκπαίδευση· высшее \образование ἡ ἀνωτάτη ἐκπαίδευση· давать \образование ἐκπαιδεύω, διδάσκω, δίνω μόρφωση· получить \образование σπουδάζω, μορφώνομαι. -
19 первоначальный
первоначальныйприл1. ἀρχικός:\первоначальныйая причина ἡ πρώτη (или ἡ ἀρχική) ἀΙτία· \первоначальныйое накопление ἡ πρωταρχική συσσώρευση[-ις]·2. (элементарный) στοιχειώδης. -
20 элементарный
элементарн||ыйприл στοιχειώδης:\элементарныйые зна́ния οἱ στοιχειώδεις γνώσεις.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στοιχειώδης — elementary masc/fem acc pl (attic epic doric) στοιχειώδης elementary masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) στοιχειώδης elementary masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειώδης — ες / στοιχειώδης, ῶδες ΝΑ [στοιχεῑον] αυτός που αποτελεί την πρώτη βάση, τα πρώτα στοιχεία, βασικός, θεμελιώδης (α. «η ελευθερία τού ατόμου είναι στοιχειώδες δικαίωμα» β. «στοιχειωδέστατον πάντων γῆ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που απαιτείται ή… … Dictionary of Greek
στοιχειώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, επίρρ. ώς 1. ουσιώδης, βασικός: Δε γνωρίζει στοιχειώδη πράγματα. 2. αυτός που κυρίως απαιτείται: Δεν έχει στοιχειώδη νοημοσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στοιχειωδέστερον — στοιχειώδης elementary adverbial comp στοιχειώδης elementary masc acc comp sg στοιχειώδης elementary neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειώδει — στοιχειώδης elementary masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) στοιχειώδης elementary masc/fem/neut dat sg στοιχειώδεϊ , στοιχειώδης elementary dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειώδη — στοιχειώδης elementary neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στοιχειώδης elementary masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) στοιχειώδης elementary masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγνητόνη — Στοιχειώδης μονάδα μαγνητικής ροπής (ποσότητα – κβάντο – στοιχειώδης μαγνητική ροπή) που χρησιμοποιείται στα προβλήματα της ατομικής, πυρηνικής και μοριακής φυσικής. Διακρίνεται η μ. του Μπορ, ιδιότητα του ηλεκτρονίου, της οποίας η τιμή δίνεται… … Dictionary of Greek
στοιχειωδεστάτων — στοιχειώδης elementary fem gen superl pl στοιχειώδης elementary masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειωδεστέραις — στοιχειώδης elementary fem dat comp pl στοιχειωδεστέρᾱͅς , στοιχειώδης elementary fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειωδέστατα — στοιχειώδης elementary adverbial superl στοιχειώδης elementary neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειωδέστατον — στοιχειώδης elementary masc acc superl sg στοιχειώδης elementary neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)