Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

στοιχειώδης

См. также в других словарях:

  • στοιχειώδης — elementary masc/fem acc pl (attic epic doric) στοιχειώδης elementary masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) στοιχειώδης elementary masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχειώδης — ες / στοιχειώδης, ῶδες ΝΑ [στοιχεῑον] αυτός που αποτελεί την πρώτη βάση, τα πρώτα στοιχεία, βασικός, θεμελιώδης (α. «η ελευθερία τού ατόμου είναι στοιχειώδες δικαίωμα» β. «στοιχειωδέστατον πάντων γῆ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που απαιτείται ή… …   Dictionary of Greek

  • στοιχειώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, επίρρ. ώς 1. ουσιώδης, βασικός: Δε γνωρίζει στοιχειώδη πράγματα. 2. αυτός που κυρίως απαιτείται: Δεν έχει στοιχειώδη νοημοσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοιχειωδέστερον — στοιχειώδης elementary adverbial comp στοιχειώδης elementary masc acc comp sg στοιχειώδης elementary neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχειώδει — στοιχειώδης elementary masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) στοιχειώδης elementary masc/fem/neut dat sg στοιχειώδεϊ , στοιχειώδης elementary dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχειώδη — στοιχειώδης elementary neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στοιχειώδης elementary masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) στοιχειώδης elementary masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγνητόνη — Στοιχειώδης μονάδα μαγνητικής ροπής (ποσότητα – κβάντο – στοιχειώδης μαγνητική ροπή) που χρησιμοποιείται στα προβλήματα της ατομικής, πυρηνικής και μοριακής φυσικής. Διακρίνεται η μ. του Μπορ, ιδιότητα του ηλεκτρονίου, της οποίας η τιμή δίνεται… …   Dictionary of Greek

  • στοιχειωδεστάτων — στοιχειώδης elementary fem gen superl pl στοιχειώδης elementary masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχειωδεστέραις — στοιχειώδης elementary fem dat comp pl στοιχειωδεστέρᾱͅς , στοιχειώδης elementary fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχειωδέστατα — στοιχειώδης elementary adverbial superl στοιχειώδης elementary neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχειωδέστατον — στοιχειώδης elementary masc acc superl sg στοιχειώδης elementary neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»