Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αποφοιτώ

  • 1 αποφοιτώ

    [апофито] р. оканчивать учебное заведение,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποφοιτώ

  • 2 кончать

    кончать, кончить в разн. знач. τελειώνω; \кончать работу σταματώ να εργάζομαι \кончать школу αποφοιτώ, τελειώνω το σχολείο \кончаться τελειώνω
    * * *
    в разн. знач. = кончить

    конча́ть рабо́ту — σταματώ να εργάζομαι

    конча́ть шко́лу — αποφοιτώ, τελειώνω το σχολείο

    Русско-греческий словарь > кончать

  • 3 образование

    I образование Ι с (просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωση· начальное (среднее. высшее) \образование η στοιχειώδης ( μέση, ανώτατη) εκπαίδευση· техническое \образование η τεχνική μόρφωση* получить \образование αποφοιτώ, τελειώνω τις σπουδές μου II образование II с (создание) ο σχηματισμός
    * * *
    I с
    ( просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωση

    нача́льное (сре́днее, вы́сшее) образова́ние — η στοιχειώδης (μέση, ανώτατη) εκπαίδευση

    техни́ческое образова́ние — η τεχνική μόρφωση

    получи́ть образова́ние — αποφοιτώ, τελειώνω τις σπουδές μου

    II с
    ( создание) ο σχηματισμός

    Русско-греческий словарь > образование

  • 4 оканчивать

    оканчивать
    несов
    1. (ἀπο)τελειώνω, (ἀπο)περατώνω, τερματίζω:
    \оканчивать чтение τελειώνω τό διάβασμα·
    2. (учебное заведение) ἀποφοιτῶ, τελειώνω (μετ.).

    Русско-новогреческий словарь > оканчивать

  • 5 отучиться

    отучиться
    сов
    1. см. отучаться1
    2. (кончить учение) разг τελειώνω τίς σπουδές μου, ἀποφοιτώ.

    Русско-новогреческий словарь > отучиться

  • 6 учение

    учени||е
    с
    1. ἡ ἐκπαίδευση [-ις], οἱ σπουδές, τά μαθήματα, ἡ μελέτη/ ἡ μαθήτευση [-ις], ἡ μαθητεία (ремеслу):
    \учение ему́ дается легко́ τά παίρνει εὔκολα τά γράμματα· годы \учениея τά σχολικά χρόνια· быть в \учениеи μαθαίνω, μαθητεύω· кончить \учение а) ἀποφοιτώ, τελειώνω τίς σπουδές, б) τελειώνω τή μαθήτευση (ремеслу)·
    2. воен. οἱ ἀσκήσεις, τά γυμνάσια:
    строевое \учение οἱ ἀσκήσεις πυκνής τάξεως· тактическое \учение οἱ ἀσκήσεις τακτικής·
    3. (преподавание) ἡ διδασκαλία·
    4. (наука, теория) ἡ διδασκαλία, ἡ θεωρία:
    \учение о природе ἡ διδασκαλία γιά τή φύση.

    Русско-новогреческий словарь > учение

  • 7 школа

    школ||а
    ж в разн. знач. ἡ σχολή, τό σχολειό, τό σχολεῖο[ν]:
    начальная \школа τό δημοτικό σχολείο· неполная средняя \школа τό ἐπτατάξιο σχολείο· средняя \школа τό γυμνάσιο[ν]· вечерняя \школа ἡ νυκτερινή σχολή· общеобразовательная \школа с техническим уклоном τό πρακτικόν λύκειον специальная \школа ἡ είδική σχολή· высшая \школа ἡ ἀνωτάτη σχολή· юридическая \школа ἡ νομική σχολή· директор \школа-ы ὁ σχολάρχης, ὁ διευθυντής σχολής (или σχολείου)· ходить в \школау πηγαίνω στό σχολείο· учиться в \школае σπουδάζω· отдать кого́-л. в \школау στέλνω στό σχολείο· окончить \школау τελειώνω τό σχολείο, ἀποφοιτώ σχολή· пройти́ хорошую \школау перен περνώ καλή. σχολή· создать свою \школау δημιουργώ δική μου σχολή.

    Русско-новогреческий словарь > школа

  • 8 выйти

    выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.
    1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•

    выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•

    выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•

    выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•

    выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•

    выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•

    выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•

    выйти на дорогу στο δρόμο•

    выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).

    || μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•

    выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•

    выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•

    выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•

    выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•

    выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.

    || φυτρώνω•

    -шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.

    || μτφ. απαλλάσσομαι•

    выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.

    || μτφ. χάνω•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή.

    || βγαίνω•

    выйти из употребления αχρηστεύομαι•

    выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.

    2. εκδίδομαι•

    -шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.

    3. αναδείχνομαι•

    выйти победителем βγαίνω νικητής.

    4. φτάνω το όριο•

    он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.

    5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•

    из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•

    из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.

    6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•

    от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.

    7. προέρχομαι, κατάγομαι•

    он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.

    8. εξέρχομαι•

    -из войны βγαίνω από τον πόλεμο.

    9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•

    она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.

    10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•

    за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.

    || τελειώνω, περνώ•

    -шел срок τέλειωσε η προθεσμία.

    εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).

    Большой русско-греческий словарь > выйти

  • 9 выучить

    -чу, -чишь, ρ.σ.μ.
    1. μαθαίνω•

    урок μαθαίνω το μάθημα•

    выучить наизусть μαθαίνω απ’ έξω, απομνημονεύω, αποστηθίζω•

    выучить физику μαθαίνω τη φυσική.

    2. διδάσκω•

    выучить ребенка читать μαθαίνω το παιδάκι να διαβάζει.

    || δασκαλεύω, ορμηνεύω, κατηχώ.
    1. μαθαίνω διδάσκομαι•

    выучить писать и читать μαθαίνω να γράφω και να διαβάζω.

    || συνηθίζω•

    выучить курить μαθαίνω να καπνίζω.

    2. αποφοιτώ.

    Большой русско-греческий словарь > выучить

  • 10 учение

    ουδ.
    1. μάθηση• σπουδή, μελέτη• μαθήτευση, μαθητεία•

    учение уроков η μελέτη των μαθημάτων•

    время -я μαθητικά ή φοιτητικά χρόνια•

    кончить учение τελειώνω τη μάθηση ή τις σπουδές (αποφοιτώ).

    || πλθ. -я (στρατ.) ασκήσεις• γυμνάσια•

    военные -я στρατιωτικά γυμνάσια•

    идти на -я πηγαίνω ασκήσεις.

    2. διδασκαλία•

    учение стоиков η διδασκαλία των στωικών•

    христианское учение η χριστιανική διδασκαλία•

    учение древнегреческих материалистов η διδασκαλίατων αρχαίων Ελλήνων υλιστών.

    Большой русско-греческий словарь > учение

См. также в других словарях:

  • αποφοιτώ — αποφοιτώ, αποφοίτησα βλ. πίν. 60 Σημειώσεις: αποφοιτώ : σπάνια η κλίση του ενεστ. κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ), κυρίως στον προφορικό λόγο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποφοιτώ — (AM ἀποφοιτῶ, άω) διακόπτω ή σταματώ τη φοίτηση μου νεοελλ. συμπληρώνω τις σπουδές μου μσν. φεύγω προς κάποια κατεύθυνση αρχ. 1. σταματώ τις ακροάσεις μου, δεν παρακολουθώ πια τα μαθήματα του δασκάλου μου 2. σταματώ να πηγαίνω στο σχολείο 3. δεν… …   Dictionary of Greek

  • αποφοιτώ — ησα, τελειώνω τις σπουδές μου σε κάποιο σχολείο ή τις διακόπτω: Αποφοίτησε από το γυμνάσιο, αλλά δε συνέχισε στις σπουδές του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποφοιτῶ — ἀ̱ποφοιτῶ , ἀποφοιτάω cease to attend imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀποφοιτάω cease to attend pres imperat mp 2nd sg ἀποφοιτάω cease to attend pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀποφοιτάω cease to attend pres ind act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… …   Dictionary of Greek

  • δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… …   Dictionary of Greek

  • εκφοιτώ — ἐκφοιτῶ ( άω), ιων. τ. ἐκφοιτέω (Α) 1. βγαίνω συνεχώς, συνηθίζω να βγαίνω έξω 2. γεν. βγαίνω έξω, εξέρχομαι 3. τελειώνω τις σπουδές μου, αποφοιτώ 4. (για πράγμ.) κοινολογούμαι, διαδίδομαι 5. καταντώ, καταλήγω …   Dictionary of Greek

  • προαποφοιτώ — άω, Α [ἀποφοιτῶ] 1. απέρχομαι προηγουμένως 2. πεθαίνω πρόωρα …   Dictionary of Greek

  • συναποφοιτώ — άω, Α αποχωρώ συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποφοιτῶ «φεύγω προς κάποια κατεύθυνση»] …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — έβγαλα, βγάλθηκα, βγαλμένος 1. αποσπώ, αφαιρώ κάτι: Έβγαλα το δόντι που με πονούσε. 2. εμφανίζω, αναδίνω: Το δέντρο έβγαλε μπουμπούκια. 3. παράγω, κερδίζω: Βγάζω πολλά χρήματα δουλεύοντας ως αντιπρόσωπος. 4. δημοσιεύω, εκδίδω έντυπο: Βγάζει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεσκολίζω — ξεσκόλισα 1. αποφοιτώ από το σχολείο: Ξεσκόλισαν και τα δύο μου παιδιά. 2. η μτχ., ξεσκολισμένος, η, ο ο καταρτισμένος, ο πολύπειρος, ο πλήρης: Είναι ξεσκολισμένος σε εμπορικές δουλειές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»