Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

στεῖλα

См. также в других словарях:

  • στεῖλα — στέλλω make ready aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στείλασ' — στείλᾱσα , στέλλω make ready aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) στείλᾱσι , στέλλω make ready aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) στείλᾱσαι , στέλλω make ready aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στειλάσης — στειλά̱σης , στέλλω make ready aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στείλας — στείλᾱς , στέλλω make ready aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στείλασα — στείλᾱσα , στέλλω make ready aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στείλασι — στείλᾱσι , στέλλω make ready aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στείλασιν — στείλᾱσιν , στέλλω make ready aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άραγε — επίρρ. διστ., τάχα, μήπως: Τα πήρε άραγε τα χρήματα που του στειλα; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποστέλλω — και αποστέλνω στειλα, στάλθηκα, σταλμένος, στέλνω κάτι ή κάποιον μακριά: Αυτός τον απόστειλε εκεί που βρίσκεται και υποφέρει· η μτχ. του παθ. πρκ., αποσταλμένος, ο χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό: Ο αποσταλμένος της εφημερίδας έφτασε στον τόπο των… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»