Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στίβου

См. также в других словарях:

  • στίβου — στίβος trodden way masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • Βερούλη, Άννα — (Καβάλα 1957 –). Πρωταθλήτρια στίβου. Η Β. υπήρξε η αθλήτρια που συνέβαλε με τις διακρίσεις της στην αναγέννηση του ελληνικού αθλητισμού και στην προσέλκυση περισσότερων γυναικών στα στάδια του στίβου. Μεγάλωσε στην Καβάλα και εντάχθηκε στο… …   Dictionary of Greek

  • Βασδέκη, Όλγα — (Βόλος 1973 –). Πρωταθλήτρια στίβου. Μεγάλωσε σε αθλητική οικογένεια, μια και ο μεγαλύτερος αδελφός της ήταν πρωταθλητής του μήκους όταν εκείνη ξεκινούσε την καριέρα της. Γρήγορα όμως φάνηκε το δικό της άστρο και αναδείχθηκε σε μια από τις… …   Dictionary of Greek

  • Λιούις, Καρλ — (Carl Lewis, Μπέρμινγχαμ, Αλαμπάμα 1961 –). Αμερικανός αθλητής του στίβου και Ολυμπιονίκης. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Χιούστον. Το 1983, στο παγκόσμιο πρωτάθλημα στίβου του Ελσίνκι, κέρδισε τρία χρυσά μετάλλια. Το 1984 έλαβε μέρος στους… …   Dictionary of Greek

  • Μπακογιάννη, Νίκη — (Λαμία 1968 –). Αθλήτρια του στίβου και Ολυμπιονίκης. Η άλτρια του ύψους και ασημένια ολυμπιονίκης της Ατλάντα το 1996 στην καριέρα της κατέρριψε 12 φορές το πανελλήνιο ρεκόρ στον ανοιχτό στίβο και άλλες τόσες στον κλειστό στίβο και συνέδεσε το… …   Dictionary of Greek

  • μπάσκετ-μπολ ή καλαθοσφαίριση — Ομαδική αθλοπαιδιά που διεξάγεται μέσα σε προκαθορισμένα χρονικά όρια, κατά τα οποία οι δύο αντιμέτωπες ομάδες, ενώ κάθε μια προστατεύει ένα ειδικό καλάθι, προσπαθούν να στείλουν με τα χέρια μια μπάλα στο καλάθι της αντίπαλης ομάδας. Κάθε φορά… …   Dictionary of Greek

  • Μπούμπκα, Σεργκέι — (Βοροσίλοφγκραντ, Ουκρανία 1963 –). Ουκρανός αθλητής του στίβου και Ολυμπιονίκης (με τη Σοβιετική Ένωση). Ο χρυσός Ολυμπιονίκης της Σεούλ υπήρξε ένας από τους λίγους αθλητές του στίβου που κυριάρχησε τόσο πολύ στο άθλημά του, το άλμα επί κοντώ,… …   Dictionary of Greek

  • Έντμοντον — (Edmonton). Πόλη (937.845 κάτ. το 2001) του Καναδά, πρωτεύουσα της επαρχίας Αλμπέρτα (661.848 τ. χλμ., 2.974.807 κάτ.). Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 665 μ., στην αριστερή όχθη του ποταμού Σασκάτσιουαν, στις ανατολικές υπώρειες των Βραχωδών Ορέων.… …   Dictionary of Greek

  • Θάνου, Κατερίνα — (Αθήνα 1976 –). Αθλήτρια του στίβου και Ολυμπιονίκης. Η Θ. ξεκίνησε τον στίβο στον Εθνικό Γ.Σ. ενώ στη συνέχεια αγωνίστηκε με τα χρώματα του Ολυμπιακού. Σημαντικότερη επιτυχία της είναι το ασημένιο μετάλλιο που κατέκτησε στους Ολυμπιακούς αγώνες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»