Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σπέος

См. также в других словарях:

  • σπέος — cavern neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπέος — και επικ. τ. σπεῑος, τὸ, Α βαθιά σπηλιά, σπήλαιο (α. «ὑπό τε σπέος ἤλασε μῆλα», Ομ. Ιλ. β. «νύμφη πότνι ἔρυκε Καλυψώ... ἐν σπέεσι γλαφυροῑσι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος πρέπει να συνδέεται με τη λ. σπήλαιον*. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Σπέος Αρτέμιδος — Ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στο λαξευμένο σε βράχο ιερό της θεάς λέαινας Βαστ ή Μπαστ (Βούβαστις). Το ιερό αυτό βρισκόταν κοντά στους περίφημους τάφους του Μπένι Χάσαν, κοντά στη σημερινή πόλη Μίνια της Αιγύπτου και στην ανατολική όχθη …   Dictionary of Greek

  • σπέει — σπέος cavern neut nom/voc/acc dual (attic epic) σπέεϊ , σπέος cavern neut dat sg (epic ionic) σπέος cavern neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπέη — σπέος cavern neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σπέος cavern neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπεῖος — σπέος cavern neut nom/voc/acc sg (epic) σπεῖος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπείων — σπέος cavern neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπέεα — σπέος cavern neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπέεος — σπέος cavern neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπέεσι — σπέος cavern neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπέεσσι — σπέος cavern neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»