-
1 σκαφιδιον
-
2 σκαφίδιον
-
3 σκαφίδιον
σκαφίδιονsmall skiff: neut nom /voc /acc sg -
4 σκαφίδιον
-
5 σκαφίδιον
Aσκάφη 1.1
, σ. χαλκοῦν τετρυπημένον ib. 11(2).161 C80 (Delos, iii B.C.).2 Dim. of σκαφίς (B), small skiff, Plb.34.3.2, Str.1.2.16, Luc.Cont.8.II boat-load, POxy.1068.7 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαφίδιον
-
6 σκαφιδίοις
σκαφίδιονsmall skiff: neut dat pl -
7 σκαφιδίου
σκαφίδιονsmall skiff: neut gen sg -
8 σκαφιδίων
σκαφίδιονsmall skiff: neut gen pl -
9 σκαφίδια
σκαφίδιονsmall skiff: neut nom /voc /acc pl -
10 σκάφιον
σκάφιον, τό, dim. von σκάφη, σκάφος (nicht σκαφίον zu accentuiren); – 1) kleine Wanne, kleiner Trog, kleines Gefäß, Schälchen, Näpfchen; Theophr. u. A.; vgl. Ar. σκάφιον Ξένυλλ' ᾔτησεν· οὐ γὰρ ἦν ἀμίς, Thesm. 633, wie bei Iuvenal 6, 262 scaphium ein nachenförmiger Nachttopf für Weiber ist; ein Becher, Ath. IV, 142 d XI, 475 c. – Eine Art Brennspiegel, mit welchem die Vestalinnen das Feuer anzündeten, Plut. Num. 9; – eine Wurfschaufel, πτύον, Schol. Ar. Av. 806. – 2) eine besondere Art, die Haare zu scheeren, wenn man bloß auf dem Wirbel einen Haarschopf stehen ließ und ringsherum Alles kahl wegschor, κουρᾶς γένος, το ἐν χρῷ, Schol. Ar. Av. 806, wo steht κοψίχῳ γε σκάφιον ἀποτετιλμένῳ; vgl. Thesm. 838, αὐτὴν καϑῆσϑαι σκάφιον ἀποκεκαρμένην, wo der Schol. es für eine Art κουρᾶς δουλικῆς erkl.; Harpocr. führt auch aus Ar. Γῆρας diese Bdtg an; vgl. noch Schol. Luc. Lexiph. 5, wo οὐ κηπίον, ἀλλὰ σκάφιον ἐκεκάρμην steht. – Es wird aber auch für den Wirbel oder den ganzen obern Schädel selbst gebraucht; Poll. 2, 80 sagt, es stehe = κεφαλή bei Ar. – 3) wie σκαφίδιον, ein kleines Grabscheit od. eine kleine Hacke, bes. ein Werkzeug der Athleten zur Uebung im Graben, Plut. Arat. 3; nach Schol. Theocr. 4, 10 = dem attischen ἄμη.
-
11 κατα-σύρω
κατα-σύρω, herabziehen, herunterreißen; σκαφίδιον Alciphr. 1, 1, a. Sp.; plündern, verwüsten; πόλεις Her. 6, 33, vgl. 5, 81; ἀδεῶς ἐπέτρεχον καὶ κατέσυρον ταύτας τὰς χώρας Pol. 1, 56, 3, öfter; D. Sic. 17, 104. – Pass., von Flüssen, herabfließen, D. Per. 296 u. a. Sp., sich herabziehen.
-
12 δια-ψύχω
δια-ψύχω, durchlüften, Xen. Cyr. 8, 2, 21; u. so austrocknen, τὰς ναῦς Thuc. 7, 12; τὸ σκαφίδιον Luc. Char. 23; ὁ ἀὴρ διὰ παντὸς διαδυόμενος δι αψύχει Arist. respir. 15; übertr., δύναμιν, schwächen, Plut. Lys. 23.
-
13 διαρρεω
(fut. διαρρεύσομαι, aor. 2 διερρύην)1) течь сквозь или через, протекать(διὰ μέσου Her. и διὰ τῶν δακτύλων Luc.; τέν νῆσον Isocr.; τὸν Ἀπεννῖνον Polyb.)
2) втекать, впадать3) протекать, иметь течь(τὸ σκαφίδιον διαρρεῖ Luc.)
4) вытекать, утекать, уплывать(διαρρυῆναι τῶν χειρῶν Luc.; τὸ ἀργύριον διαρρυέν Dem.)
διαρρεῖ χάρις τινός Soph. — пропадает чувство благодарности к кому-л.5) досл. растекаться, расплываться, перен. разбегаться(ἐκ τῆς στρατοπεδείας Polyb.; ἀπιέναι καὴ δ. ἀτάκτως Plat.)
χείλεσιν διερρυηκόσιν Arph. — широко растянутыми губами, т.е. уверенным голосом6) становиться расслабленным, лишаться сил или вырождаться(ὑπὸ πλούτου καὴ τρυφῆς Plut.)
-
14 διαψυχω
1) проветривать, просушивать(ναῦς Thuc.; σκαφίδιον Luc.; ὅ ἀέρ διαψύχει Arst.; ирон. χρήματα Xen.)
2) пускать на ветер, т.е. подрывать, разрушать(τέν δύναμίν τινος Plut.)
-
15 δικωπος
-
16 περιρρηγνυμι
περιρρήγνυμι, περιρρηγνύω(fut. περιρρήξω, aor. 2 περιέρρηξα)1) разрывать(τὸν χιτωνίσκον Dem.; τέν χλαμύδα Polyb.; τὰ ἱμάτια NT.)
περιερρήξατο τοὺς πέπλους Plut. — (Клеопатра) разорвала на себе одежды2) окапывать, отделять, изолировать кругом(τὸν γήλοφον κύκλῳ Plat.)
3) разбивать4) разделять (на рукава)(τὸν Νεῖλον Isocr.; κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὅ Νεῖλος Her.)
5) ( о звуке) pass. трещать, грохотать -
17 περιρρηγνυω...
περιρρηγνύω...περιρρήγνυμι, περιρρηγνύω(fut. περιρρήξω, aor. 2 περιέρρηξα)1) разрывать(τὸν χιτωνίσκον Dem.; τέν χλαμύδα Polyb.; τὰ ἱμάτια NT.)
περιερρήξατο τοὺς πέπλους Plut. — (Клеопатра) разорвала на себе одежды2) окапывать, отделять, изолировать кругом(τὸν γήλοφον κύκλῳ Plat.)
3) разбивать4) разделять (на рукава)(τὸν Νεῖλον Isocr.; κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὅ Νεῖλος Her.)
5) ( о звуке) pass. трещать, грохотать -
18 υποσαθρος
-
19 σκαφιδίω
-
20 σκαφιδίῳ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σκαφίδιον — small skiff neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφιδίοις — σκαφίδιον small skiff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφιδίου — σκαφίδιον small skiff neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφιδίων — σκαφίδιον small skiff neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφιδίῳ — σκαφίδιον small skiff neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφίδια — σκαφίδιον small skiff neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασέρνω — (AM κατασύρω, Μ και κατασύρνω και κατασέρνω) νεοελλ. μσν. κακολογώ, διασύρω, κακογλωσσώ κάποιον μσν. 1. καταντώ, ταπεινώνω κάποιον 2. (σχετικά με τροφή) φέρνω προς τα κάτω, καταπίνω μσν. αρχ. 1. σύρω προς τα κάτω, σέρνω κάποιον στο έδαφος, τραβώ… … Dictionary of Greek
περιρρήγνυμι — και περιρρηγνύω Α [ρήγνυμι / ρηγνύω] 1. διασχίζω, διασπώ, αποσχίζω κάτι γύρω γύρω («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», Πλάτ.) 2. (σχετικά με ενδύματα) ξεσχίζω και αφαιρώ από κάποιον, αποσπώ («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ) 3. απογυμνώνω 4.… … Dictionary of Greek
σκαφίδι(ο) — (I) το / σκαφίδιον, ΝΜΑ υποκορ. 1. μικρή σκάφη 2. ελαφρύ πλοίο, μικρό πλεούμενο νεοελλ. 1. (χωρίς υποκορ. σημ.) σκάφη 2. τεμάχιο τού μηχανισμού επαναληπτικών τυφεκίων που χρησιμεύει για τη μεταφορά τών φυσιγγίων από την αποθήκη στην είσοδο τής… … Dictionary of Greek
σκαφείδιον — τὸ, Α [σκαφεῑον] 1. (υποκορ. τ. τού σκαφεῑον) μικρό λισγάρι 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκαφείδιον, ή δίκελλα, διαφέρει τοῡ σκαφίδιον, τὸ πλοιάριον» … Dictionary of Greek