-
1 σκέπτομαι
σκέπτομαι, um sich sehen, sich umsehen, umherblicken, nach Etwas, bes. aus der Ferne, indem man die Hand vor die Augen hält, vorsichtig oder spähend umherblicken; σκέπτετ' ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῠπον ἀκόντων, er schau'te sich um nach dem Rauschen, Il. 16, 361; σκέπτεο νῠν, εἴ κεν ἴδηαι, schau dich um, ob du etwa siehst, 17, 652; auch ἐς νῆα, μεϑ' ἑταίρους, Od. 12, 247. Bei den Tragg. nicht im praes., vgl. Elmsl. zu Eur. Heracl. 148; σκέψαι δέ, οὶός σε χειμὼν ἔπεισι, Aesch. Prom. 1016, vgl. Ch. 228; σκέψαι δ' ὁποίας ταῠτα συμφορᾶς ὕπο πέπονϑα, Soph. Tr. 1066, betrachten, τὴν τύχην, Ai. 1007, σκέψαι τὴν σὴν ἐλπίδα, Eur. Herc. Eur. 295, auch σκέψασϑε εἰς τόνδε, Hipp. 943; τίν' εἰς σὲ μωρίαν ἐσκεμμένον, Heracl. 148; Ar. Pax 29 Eccl. 749; in Prosa, wo auch das praes. selten ist (s. σκοπέω) und außer Plat. Lach. 185 b Alc. II, 140 a erst bei Sp. vorkommt ἰκατεσκέπτετο Pol. 3, 94, 71; ἔδοξε σκέψασϑαι, ὅτῳ τρόπῳ ἀσφαλέστατα διαπορεύσονται, Thuc. 1, 107; auch absol., eingeschoben, σκέψασϑε δέ, ib. 143; das perf. in passiver Bdtg, πάντα ἐσκεμμένα ἡτοίμασται, 7, 62, wie Plat. Rep. II, 369 b; u. dah. auch fut. ἐσκέψεται = es wird erforscht sein, III, 392 c; ἐσκεμμένα λέγειν, Xen. Hell. 3, 3, 8; wie ἔσκεπται, Arist. gen. et interit. 1, 2, ὡς ἐσκεμμένα καὶ παρεσκευασμένα πάντα λέγω, Dem. 21, 191, wo gleich darauf ἐσκέφϑαι neben μεμελετηκέναι in activer Bdtg folgt, die auch sonst vorherrscht, wie Plat. Prot. 317 b 339 b; ὅτι τὴν φύσιν ἔσκεπται καὶ τὴν αἰτίαν ὧν πράττει, Gorg. 501 a; δοκεῖς γάρ μοι αὐτός τε ἐσκέφϑαι τὰ τοιαῠτα καὶ παρ' ἄλλων μεμαϑηκέναι, Crat. 428 b; πρὸς ἑαυτόν τι σκεψάμενος, bei sich überlegend, Phaed. 95 e, wie κοινῇ σκεψάμενοι πρὸς ὑμᾶς αὐτούς, Tim. 20 b; σκεψομένους, πῶς ἔχοιεν, Xen. An. 4, 5, 22; πόϑεν ἂν λάβοιτε, 5, 4, 7; πότερον – ἤ, 3, 2, 20 u. oft; οὐκ ήμέληκας, ἀλλ' ἔσκεψαι, Mem. 3, 6, 13; εἴ τι χρήσιμον ἐσκεμμένος ἤκει τις, Dem. 1, 1. – Ein aor. pass. ἐσκέπην, gemustert werden, findet sich bei LXX.
-
2 σκέπτομαι
σκέπτομαι, um sich sehen, sich umsehen, umherblicken, nach etwas, bes. aus der Ferne, indem man die Hand vor die Augen hält, vorsichtig oder spähend umherblicken; σκέπτετ' ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῠπον ἀκόντων, er schaute sich um nach dem Rauschen; σκέπτεο νῠν, εἴ κεν ἴδηαι, schau dich um, ob du etwa siehst; fut. ἐσκέψεται = es wird erforscht sein; πρὸς ἑαυτόν τι σκεψάμενος, bei sich überlegend; pass. ἐσκέπην, gemustert werden -
3 παρα-σκέπτομαι
παρα-σκέπτομαι, bei Schol. Il. 16, 361 Erkl. von σκέπτομαι, soll wohl περισκέπτομαι heißen.
-
4 προς-επι-σκέπτομαι
προς-επι-σκέπτομαι, noch dazu betrachten, Sp.
-
5 προ-σκέπτομαι
προ-σκέπτομαι, vorher betrachten, überlegen; Her. 7, 10. 4, 177; Ar. Equ. 154; τινός, wofür, Eur. Phoen. 476; Thuc. 3, 57. – Perf. in passiver Bdtg, τῶν προειρημένων καὶ προεσκεμμένων, Plat. Rep. IV, 435 d; u. so ist auch Thuc. 8, 66 προὔσκεπτο für προὐσκέπτετο zu lesen.
-
6 προ-επι-σκέπτομαι
προ-επι-σκέπτομαι, gew. fut. u. aor. med., vorher betrachten, Sp.; προεπέσκεπται ἡμῖν, pass., Strab. 8, 3, 23.
-
7 προ-κατα-σκέπτομαι
προ-κατα-σκέπτομαι, dep. med., vorher besehen, τόπον D. Hal. 11, 26, u. a. Sp.
-
8 προ-δια-σκέπτομαι
προ-δια-σκέπτομαι, dep. med., vorher genau untersuchen, Galen.
-
9 περι-σκέπτομαι
περι-σκέπτομαι, umher oder um sich sehen, sich bedenken, erwägen, εὖ περισκέψασϑαι ὅτι, Her. 1, 120; Plat. Prot. 318 a; dah. περιεσκεμμένος, umsichtig, bedachtsam, Luc. hist. scrib. 59.
-
10 συ-σκέπτομαι
συ-σκέπτομαι (ergänzt συσκοπέω), mit, zusammen betrachten, überlegen; κοινῇ μετ' ἐμοῦ σοι συσκεπτέον Plat. Soph. 218 b; Sp., wie Hdn. 1, 17.
-
11 συν-επι-σκέπτομαι
συν-επι-σκέπτομαι, dep. med., = συνεπισκοπέω, nur fut. u. aor.; συνεπίσκεψαι μετ' ἐμοῦ, Plat. Crat. 422 c; Apol. 27 a u. öfter.
-
12 συν-δια-σκέπτομαι
συν-δια-σκέπτομαι, dep. med., = Folgdm, aor., Plat. Prot. 349 b u. Sp., wie Hierocl. bei Stob. Flor. 67, 24.
-
13 κατα-σκέπτομαι
κατα-σκέπτομαι, genau betrachten; aor., εἰ καὶ ἄλλο τι μένοι, Xen. Cyr. 7, 1, 39; fut., Pol. 3, 95, 6 u. Sp., die auch das praes. haben, Pol. 3, 94, 7.
-
14 δια-σκέπτομαι
δια-σκέπτομαι, dep. med., 1) genau betrachten, erwägen; Eur. Cycl. 554; λόγον Plat. Theaet. 168 e, u. öfter; πρὸς ἑαυτόν, bei sich, Charmid. 160 e; πάντα διεσκέφϑαι, pass., Ar. Th. 687. – 2) sich rings umsehen, Xen. Cyn. 9, 3. – S. διασκοπέω.
-
15 ἀπο-σκέπτομαι
ἀπο-σκέπτομαι, = ἀποσκοπέω, w. m. s.
-
16 ἀνα-σκέπτομαι
ἀνα-σκέπτομαι, besehen, betrachten, wohl nur fut. u. aor., als Ergänzung zu praes. ἀνασκοπέω, Plat. Theaet. 144 d u. öfter.
-
17 ἐπι-σκέπτομαι
ἐπι-σκέπτομαι ( praes. selten, s. ἐπισκοπέω, häufig aber aor. u. fut.), ansehen, Soph. Ai. 841; Eur. Heracl. 829; überschauen, betrachten, untersuchen, ἔπεμπε τοὺς ἐπισκεψομένους καὶ ἀναμετρήσοντας ὅσῳ ἐλάσσων ὁ χῶρος γέγονε Her. 2, 153; oft Plat., τόδε ἐπίσκεψαι, εἴ τι λέγω Phaed. 87 b; τοσόνδε περὶ τῶν εἰρημένων Theaet. 189 b, wie περὶ ἀρετῆς Prot. 348 d, darüber nachdenken, Untersuchungen anstellen, mit folgendem εἰ, Rep. VIII, 544 a; οἷον δυσμάς τε καὶ ἀνατολὰς ἐπεσκεμμένον Epinom. 990 a; ὁ ἐπισκεψάμενος ἑαυτὸν ὁποῖός ἐστι Xen. Mem. 1, 6, 4; ὑπέρ τινος, Pol. 3, 15, 2; τοὺς φίλους ἀσϑενοῠντας, besuchen, Plut. de san. tu. p. 389; vom Arzt, Hdn. 4, 2, 7; N. T.; – ἐπέσκεπται im pass. Sinne, Arist.
-
18 ἐπι-δια-σκέπτομαι
ἐπι-δια-σκέπτομαι, = ἐπιδιασκοπέω, Sp.
-
19 ἐπ-ανα-σκέπτομαι
ἐπ-ανα-σκέπτομαι, nur fut. u. aor., wieder betrachten, untersuchen, Plat. Crat. 428 d; πάλιν Theaet. 154 e.
-
20 ὑπο-σκέπτομαι
ὑπο-σκέπτομαι, argwöhnen, vermuthen, Hippocr.
См. также в других словарях:
σκέπτομαι — σκέπτομαι, σκέφθηκα και σκέφτηκα βλ. πίν. 12 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκέπτομαι — και σκέφτομαι σκέφτηκα 1. συλλογίζομαι: Σκέφτηκε πολύ πριν απαντήσει. 2. σκοπεύω: Σκέφτεται να κάνει ένα ταξίδι στο εξωτερικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκέπτομαι — look pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… … Dictionary of Greek
σκέπτεσθε — σκέπτομαι look pres imperat mp 2nd pl σκέπτομαι look pres ind mp 2nd pl σκέπτομαι look imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσκεμμένα — σκέπτομαι look perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσκεμμένᾱ , σκέπτομαι look perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσκεμμένᾱ , σκέπτομαι look perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπτομένω — σκέπτομαι look pres part mp masc/neut nom/voc/acc dual σκέπτομαι look pres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπτομένων — σκέπτομαι look pres part mp fem gen pl σκέπτομαι look pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπτόμεθα — σκέπτομαι look pres ind mp 1st pl σκέπτομαι look imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπτόμενον — σκέπτομαι look pres part mp masc acc sg σκέπτομαι look pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεφθέντα — σκέπτομαι look aor part mp neut nom/voc/acc pl σκέπτομαι look aor part mp masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)