-
21 полустанок
полустанокм ὁ μικρός σιδηροδρομικός σταθμός, ἡ στάση [-ις]. -
22 узел
узелм1. прям., перен ὁ κόμπος, ὁ κόμβος:\узел противоречий о κόμβος τῶν ἀντιθέσεων завязывать \узел δένω κόμπο· завязывать узлом κομποδένω· развязывать \узел λύνω τόν κόμπο·2. (место скрещения, сплетение) ὁ κόμβος:железнодорожный \узел ὁ σιδηροδρομικός κόμβος· \узел дорог ὁ ὁδικός κόμβος·3. (сверток) ὁ μπόγος:\узел с вещами ὁ μπόγος μέ τά πράγματα (μέ τις ἀποσκευές)·4. бот. ὁ ρόζος, ὁ δζος·5. анат.:нервные узлы τά νευρικά γάγγλια· в. (центр) τό κέν-τρον:телефонный \узел τό τηλεφωνικόν κέν-τρον \узел связи воен. κέντρον διαβιβάσεων \узел оборо́ны τό κέντρον ἀμύνης·7. мор. (мера скорости) ὁ κόμβος:8. (прическа) ὁ κότσος:волосы собраны в \узел τά μαλλιά μαζεμένα κότσο· ◊ разрубить гордиев \узел κόβω τόν γόρδιο δεσμό. -
23 узловой
узлов||ойприл1. (являющийся узлом):\узловойгя станция ж.-д. ὁ σιδηροδρομικός κόμβος·2. перен (главный):\узловой вопрос τό κύριο ζήτημα -
24 κόμβος
ο1) см. κόμπος 1; 2) узел;κόμβος αντιθέσεων — узел противоречий;
σιδηροδρομικός κόμβος — железнодорожный узел;
οδικός κόμβος — узел дорог;
3) см. κόμπος б -
25 σταθμός
ο1) станция; пункт; пост; участок; база (туристическая и т. п,);σιδηροδρομικός σταθμός — железнодорожная станция;
ηλεκτρικός σταθμός — электростанция;
ραδιοφωνικός σταθμός — радиостанция;
μετεωρολογικός σταθμ — метеостанция, метеорологическая станция;
τροχιακός σταθμός — орбитальная станция;
σταθμός πρώτων βοηθειών — пункт неотложной медицинской помощи;
σταθμός διοικήσεως — воен, командный пункт;
σταθμός χωροφυλακής — жандармский участок;
σταθμός ελέγχου κυκλοφορίας — пост регулирования движения;
2) начало (периода), исходный пункт; веха; переломный момент;σημαντικός σταθμός στην ιστορία — важная веха в истории;
αποτελώ σταθμό — становиться рубежом, переломным моментом (о событиях и т. п.);
3) остановка; стоянка;κάνω σταθμό — останавливаться, делать остановку;
4) воен, этап;§ βρεφικός σταθμός — детские ясли
-
26 halt
[ho:lt] 1. verb(to (cause to) stop walking, marching, running etc: The driver halted the train; The train halted at the signals.) σταματώ2. noun1) (a complete stop: the train came to a halt.) στάση2) (a short stop (on a march etc).) στάση(σαν παράγγελμα)/αλτ3) (a small railway station.) μικρός σιδηροδρομικός σταθμός•- call a halt to- call a halt -
27 railroad
noun ((American) a railway.) σιδηρόδρομος/ σιδηροδρομικός -
28 железнодорожник
[ζυλιεζνανταρόζνικ] ουσ. α. σιδηροδρομικός -
29 железнодорожник
[ζυλιεζνανταρόζνικ] ουσ α σιδηροδρομικός -
30 безрельсовый
επ.μη σιδηροδρομικός, αμαξιτός•-ая дорога αμαξιτή οδός•
безрельсовый транспорт οι αμαξιτές μεταφορές.
-
31 вокзал
-а α.σταθμός (το κτίριο)•железнодорожный вокзал ο σιδηροδρομικός σταθμός.
-
32 железнодорожник
-а α., -ца, -ы θ. σιδηροδρομικός υπάλληλος. -
33 паровозник
-а α.ο σιδηροδρομικός υπάλληλος ή εργάτης εργοστασίου σιδηροδρόμων. -
34 паровозный
επ.σιδηροδρομικός, του σιδηρόδρομου•-ая бригада σιδηροδρομική ομάδα•
паровозный тормоз το φρένο του σιδηρόδρομου•
-ое депо αμαξοστάσιο σιδηρόδρομου (ντεπό)•
дым ο καπνός σιδηροδρβμικής μηχανής.
-
35 платформа
-ы θ.1. εξέδρα, αποβάθρα• προκυμαία. || μικρός σιδηροδρομικός σταθμός.2. ανοιχτό βαγόνι (με χαμηλές πλευρές)..3. πλατφόρμα, το πολιτικό πρόγραμμα, οι πολιτικές απόψεις.εκφρ.стоить на -е – είμαι οπαδός της πλατφόρμας. -
36 поездной
επ.σιδηροδρομικός, του σιδηρόδρομου, του τρένου. -
37 рельсовый
επ.της σιδηροτροχιάς•рельсовый стык η σύμπτωση (ένωση) των άκρων της σιδηροτροχιάς.
|| για σιδηροτροχιά•-ая сталь ατσάλι για σιδηροτροχιές.
|| σιδηροδρομικός•рельсовый путь σιδηροδρομική γραμμή ή σιδηροδρομική οδός.
-
38 узел
узел 1узла α.1. κόμπος•завязать -ом δένωμε κόμπο•
завязать узел δένω κόμπο•
развязать узел λύνω τον κόμπο.
|| μτφ. περιπλοκή•узел противоречий κόμπος αντιθέσεων.
2. σημείο διασταύρωσης συγκοινωνιακών δρόμων•железнодорожный узел σιδηροδρομικός κόμπος•
узел связи το κέντρο διαβιβάσεων.
3. τα γάγγλια•лимфатический узел τα λεμφογάγγλια•
нервный узел εγκεφαλονωτιαία γάγγλια.
|| εξόγκωμα, οίδημα.4. βοτ. ρόζος, κόμπος• γόνατο.5. ξεχωριστότμήμα μηχανής.6. δέμα, μπόγος. || φιόγγος.7. κότσος (μαλλιών).εκφρ.морской узел – ναυτικός κόμπος (δεσίματος): завязать (связать) узелом ή в узел υποτάσσω, δαμάζω, τιθασεύω (κάνωαρνάκι, υποχείριο).узел 2узла α.κόμπος (ωριαία ταχύτητα ενός μιλλίου).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σιδηροδρομικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σιδηρόδρομο (α. «σιδηροδρομικό όχημα» β. «σιδηροδρομικός σταθμός») 2. αυτός που γίνεται με τον σιδηρόδρομο (α. «σιδηροδρομικές μεταφορές» β. «σιδηροδρομικό ταξίδι») 3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η,… … Dictionary of Greek
σιδηροδρομικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στους σιδηροδρόμους: Κατασκευάστηκαν νέες σιδηροδρομικές γραμμές. ο υπάλληλος που εργάζεται στους σιδηροδρόμους: Ο πατέρας του είναι σιδηροδρομικός, και γι αυτό ταξιδεύει δωρεάν με τα τρένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Corinth railway station — Σιδηροδρομικός Σταθμός Κορίνθου Station statistics Address Corinth Lines SKA Patras (Kiato) line Platforms 5 Tracks 3 … Wikipedia
Dekeleia Railway Station — Σιδηροδρομικός Σταθμός Δεκελείας Station statistics Address Dekeleia Lines … Wikipedia
Megara Railway Station — Σιδηροδρομικός Σταθμός Μεγάρων Station statistics Address Megara Lines SPAP (Athens Patras) until 2004 SKA Patras (Kiato) line Other information … Wikipedia
New Railway Station, Thessaloniki — New Railway Station of Thessaloniki Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός Θεσσαλονίκης T … Wikipedia
Agios Stefanos Railway Station — Σιδηροδρομικός Σταθμός Αγίου Στεφάνου Station statistics Address Agios Stefanos Coordinates … Wikipedia
Τζάκσον — (Jackson). Oνομασία 3 πόλεων των ΗΠΑ. 1. Πρωτεύουσα (περ. 196.637 κάτ.) της πολιτείας του Μισισιπή στον ποταμό Περλ, σε απόσταση 260 χλμ. από τη Νέα Ορλεάνη. Είναι σημαντικός οδικός και σιδηροδρομικός κόμβος και το κύριο εμπορικό και βιομηχανικό… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
Metro Thessaloniki — Karte der geplanten Metro Thessaloniki … Deutsch Wikipedia
Салоникский метрополитен — Эта статья или раздел статьи содержит информацию об ожидаемом событии или запланированном объекте инфраструктуры, связанном с метро. Содержание статьи или части статьи может … Википедия