Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αποτελώ

  • 1 αποτελώ

    ἀποτελέω
    bring to an end: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἀποτελέω
    bring to an end: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
    ἀποτελέω
    bring to an end: fut ind act 1st sg (attic epic doric)
    ἀποτελέω
    bring to an end: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἀποτελέω
    bring to an end: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > αποτελώ

  • 2 ἀποτελῶ

    ἀποτελέω
    bring to an end: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἀποτελέω
    bring to an end: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
    ἀποτελέω
    bring to an end: fut ind act 1st sg (attic epic doric)
    ἀποτελέω
    bring to an end: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἀποτελέω
    bring to an end: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ἀποτελῶ

  • 3 αποτελώ

    (ε) (αόρ. απετέλεσα и αποτέλεσα) μετ.
    1) составлять, образовывать; 2) представлять собой, являться;

    αποτελούμαι — состоять, включать;

    § αποτελώ εξαίρεση — быть исключением

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αποτελώ

  • 4 ἀποτελῶ

    Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀποτελῶ

  • 5 αποτελώ

    oluşturmak, teşkil etmek

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > αποτελώ

  • 6 αποτελώ

    constituer

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > αποτελώ

  • 7 αποτελώ

    1) mianować czas.
    2) stanowić czas.
    3) tworzyć czas.
    4) ustanawiać czas.
    5) utworzyć czas.

    Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό > αποτελώ

  • 8 αποτελώ

    1) tvořit
    2) ustanovit
    3) ustavit
    4) utvořit
    5) vytvořit
    6) založit

    Ελληνικά-Τσεχικής chlovar > αποτελώ

  • 9 αποτελώ

    1) compose
    2) constitute

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αποτελώ

  • 10 служить

    служ||и́ть
    несов
    1. (кому-л., чему-л.) ὑπηρετώ:
    \служить народу ὑπηρετώ τό λαό· \служить родине ὑπηρετώ τήν πατρίδα·
    2. (кем-л., быть на службе) ὑπηρετώ, εἶμαι (или διατελώ) στήν ὑπηρεσία/ ἐργάζομαι (работать):
    \служить в авиации (в армии) ὑπηρετώ ὁτήν ἀεροπορία (στό στρατό)· \служить секретарем εἶμαι (или ὑπηρετώ) γραμματεύς·
    3. (чем-л., являться) χρησιμεύω (σάν), χρησιμοποιούμαι (σάν), ἀποτελώ:
    \служить предлогом, поводом (признаком) ἀποτελώ πρόσχημα (Ενδειξη)· \служить примером χρησιμεύω σάν παράδειγμα, γίνομαι τό παράδειγμα·
    4. (иметь своим назначением) χρησιμοποιοῦμαι γιά (или σάν), χρησιμεύω γιά:
    эта комната служит ему́ кабинетом αὐτό τό δωμάτιο τό χρησιμοποιεί γιά γραφείο·
    5. (выполнять свое назначение):
    пальто́ служит мне уже четвертый год τό παλτό τό φορώ ἐπί τέσσερα χρόνια· но́ги отказываются мне \служить κόπηκαν τά πόδια μου·
    6. церк. λειτουργώ, τελῶ λειτουργία·
    7. (о собаке) στέκομαι σούζα· ◊ чем могу́ \служить? σέ τί μπορώ νᾶ σας φανώ χρήσιμος;

    Русско-новогреческий словарь > служить

  • 11 составлять

    составлять
    несов
    1. (собирать, объединять) συνενώνω·
    2. (сочинять, создавать) συντάσσω, καταστρώνω, κάνω:
    \составлять план καταστρώνω σχέδιο· \составлять протокол συντάσσω πρακτικό· \составлять словарь συγγράφω (или συντάσσω) λεξικό·
    3. (образовывать) σχηματίζω, συγκροτώ:
    \составлять предложение σχηματίζω πρόταση· \составлять определенное мнение σχηματίζω ὁρισμένη γνώμη· \составлять кабинет полит σχηματίζω κυβέρνηση·
    4. (представлять, являться) ἀποτελώ:
    \составлять исключение ἀποτελώ ἐξαίρεση· это не составит большого труда αὐτό δέν χρειάζεται μεγάλο κόπο· ◊ \составлять себе состояние σχηματίζω περιουσία· \составлять компанию кому́-л. κάνω κάποιου παρέα \составлятьлиться σχηματίζομαι, συγκροτοῦμαι, δημιουργούμαι.

    Русско-новогреческий словарь > составлять

  • 12 являться

    явля||ться
    несов
    1. φθάνω, Ερχομαι / ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (по приказанию):
    \являться в суд προσέρχομαι στό δικαστήριο· \являться в назначенный час παρουσιάζομαι στήν καθορισμένη ὠρα· \являться вовремя ἐρχομαι στήν (δρα μου· \являться кстати Ερχομαι στήν κατάλληλη στιγμή· \являться за чем-либо ἐρχομαι γιά κάτι· \являться в театр φτάνω στό θέατρο·
    2. (появляться, возникать) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι·
    3. (оказываться, становиться) είμαι:
    \являться причиной εἶναι αἰτία (τοῦ δτι)· для меня это \являтьсяет-ся полнейшей неожиданностью αὐτό γιά μένα εἶναι ἐντελώς ἀπροσδόκητο· он \являтьсяется директором εἶναι διευθυντής· \являтьсяться авторитетом εἶμαι αὐθεντία·
    4. (быть) είμαι, γίνομαι, ἀποτελώ:
    \являться образцом ἀποτελῶ ὑπόδειγμα· этот факт \являтьсяет-ся доказательством того́, что... αὐτό τό γεγονός ἀποτελεί ἀπόδειξη τοῦ ὅτι...· \являться средством εἶναι μέσον.

    Русско-новогреческий словарь > являться

  • 13 входить

    1. (двигаясь, войти куда-л.) εισέρχομαι, μπαίνω, διεισδύω 2. (вмещаться) μπαίνω
    χωρώ Заключаться в состав) μπαίνω
    εντάσσομαι, αποτελώ μέρος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > входить

  • 14 критерий

    критери||й
    м τό κριτήριον:
    служить \критерийем ἀποτελῶ κριτήριο.

    Русско-новогреческий словарь > критерий

  • 15 лежать

    леж||а́ть
    несов
    1. εἶμαι ξαπλωμένος, κοί-τομαι, κεΐμαι, πλαγιάζω:
    \лежать на траве πλαγιάζω ἐπάνω στά χόρτα· \лежать в больнице βρίσκομαι στό νοσοκομείο·
    2. (быть расположенным) βρίσκομαι, εὐρίσκομαι, είμαι:
    город \лежатьит на берегу́ моря ἡ πόλη βρίσκεται στήν ἀκροθαλασσιά, ἡ πόλη εἶναι παραθαλάσσια·
    3. (на ком-л.\лежатьоб обязанностях, заботах и т. п.):
    <§ти обязанности \лежатьат на нем αὐτά εἶναι δικά του καθήκοντα· ◊ \лежать в основе ἀποτελώ τή βάση.

    Русско-новогреческий словарь > лежать

  • 16 лечь

    лечь
    сов см. ложиться· ◊ \лечь в основу ἀποτελώ τό θεμέλιο, θεμελιώνω (άμετ.).

    Русско-новогреческий словарь > лечь

  • 17 фон

    фон
    м прям., перен τό φόντο, τό βάθος:
    светлый \фон τό ἀνοιχτό φόντο· выделяться на \фоне чего-л. διαγράφομαι στό φόντο κάποιου πράγματος· служить \фоном ἀποτελῶ τό φόντο.

    Русско-новогреческий словарь > фон

  • 18 ένδειξη

    [-ις (-εως)] η
    1) знак, признак; примета;

    σ' ένδειξη Φιλίας — в знак дружбы;

    εις ένδειξιν εκτιμήσεως — в знак уважения;

    αποτελώ ένδειξη — служить признаком;

    2) юр. презумпция, вероятное предположение;

    υπάρχουν ένδειξεις ενοχής τού κατηγορουμένου, αλλ' όχι και αποδείξεις — имеются предположения виновности обвиняемого, а не доказательства;

    3) показание (измерительного прибора);
    4) мед. показание; 5) воен, врачебное заключение о госпитализации или о направлении на медицинскую комиссию для освидетельствования;

    είμαι υπό ένδειξιν — быть направленным на стационарное лечение или на медицинскую комиссию для освидетельствования

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ένδειξη

  • 19 κριτήριο(ν)

    τό
    1) критерий;

    αποτελώ κριτήριο(ν) — служить критерием;

    2) обл πλ. пытки, истязания, 3) уст. суд; здание суда

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κριτήριο(ν)

  • 20 κριτήριο(ν)

    τό
    1) критерий;

    αποτελώ κριτήριο(ν) — служить критерием;

    2) обл πλ. пытки, истязания, 3) уст. суд; здание суда

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κριτήριο(ν)

См. также в других словарях:

  • αποτελώ — αποτελώ, αποτέλεσα βλ. πίν. 76 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποτελώ — (AM ἀποτελῶ, έω) μσν. νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ, απαρτίζω σύνολο νεοελλ. είμαι, θεωρούμαι αρχ. 1. αποτελειώνω 2. εκτελώ κάτι που πρέπει να κάνω 3. προβλέπω, προλέγω 4. ικανοποιώ (τις επιθυμίες μου) …   Dictionary of Greek

  • αποτελώ — εσα, έστηκα, τελεσμένος 1. απαρτίζω, σχηματίζω με άλλους ένα σύνολο, είμαι μέρος ενός συνόλου: Την επιτροπή την αποτελούσαν πρόσωπα έντιμα, αξιοσέβαστα. 2. είμαι, θεωρούμαι: Δεν ήθελε η περίπτωση η δική του να αποτελέσει εξαίρεση. 3. το μέσ.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποτελῶ — ἀποτελέω bring to an end pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀποτελέω bring to an end pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀποτελέω bring to an end fut ind act 1st sg (attic epic doric) ἀποτελέω bring to an end pres subj act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύγκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] είμαι σύνθετος από πολλά μέρη, συναποτελούμαι, συνίσταμαι (α. «το συμβούλιο σύγκειται από πέντε μέλη» β. «μέλος ἐκ τριῶν συγκείμενον, λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῡ», Πλάτ. γ. «δέον συγκεῑσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ… …   Dictionary of Greek

  • άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… …   Dictionary of Greek

  • ακρωτηριάζω — (Α ἀκρωτηριάζω) 1. (για πράγματα) κόβω, κυρίως τις άκρες 2. (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) κόβω μέλος τού σώματος κάποιου, κυρίως χέρι ή πόδι 3. κολοβώνω, σακατεύω, παραμορφώνω νεοελλ. με εγχείριση τέμνω μέλος τού ανθρώπινου σώματος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αναποτέλεστος — ἀναποτέλεστος, ον (Μ) [ἀποτελῶ] αυτός που δεν συντελέστηκε, ατέλειωτος, ασυμπλήρωτος …   Dictionary of Greek

  • αντιφράσσω — ἀντιφράσσω κ. ττω (Α) 1. φράζω, εμποδίζω, αποτελώ φραγμό 2. φράζω γύρω περιφράζω 3. (για ουράνια σώματα) εισέρχομαι στην πορεία άλλου, παρεμβάλλομαι ως εμπόδιο στις ακτίνες του ήλιου …   Dictionary of Greek

  • αποτέλεσμα — το (AM ἀποτέλεσμα) [αποτελώ] 1. η έκβαση, το τέλος μιας πράξης 2. το προϊόν μιας αιτίας, επακολούθημα αρχ. 1. αποτελείωση, συμπλήρωση 2. γεγονός, συμβάν 3. συμπέρασμα, πόρισμα 4. αστρολ. η επίδραση ορισμένων θέσεων των άστρων στην ανθρώπινη τύχη …   Dictionary of Greek

  • αποτελεστικός — ἀποτελεστικός, ή, όν (Α) [αποτελώ] 1. αυτός που εκτελεί κάτι 2. τελειωτικός 3. αστρολ. ο αποτελεσματικός* 4. γραμμ. (για τους συνδέσμους) ο τελικός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»