Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σησάμῐνος

См. также в других словарях:

  • σησάμινος — made of sesame masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σησάμινος — ίνη, ον, Α 1. αυτός που παράγεται ή προέρχεται από σουσάμι («εὔκαρπος ἡ πολλὴ πλὴν ἐλαίου, χρῶνται δὲ σησαμίνῳ», Στράβ.) 2. φρ. «σησάμινον ἔλαιον» ή «σησάμινον χρῑσμα» σησαμέλαιο, σουσαμόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + κατάλ. ινος (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σησάμινον — σησάμινος made of sesame masc acc sg σησάμινος made of sesame neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σησαμίνου — σησάμινος made of sesame masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σησαμίνῳ — σησάμινος made of sesame masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σησάμινα — σησάμινος made of sesame neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • κυκλάμινος — κυκλάμινος, ἡ και ὁ (Α) το φυτό κυκλάμινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη από τον τ. κύκλος, κατά το σησάμινος] …   Dictionary of Greek

  • σησαμίνωι — σησαμίνῳ , σησάμινος made of sesame masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»