-
1 βωμισκάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βωμισκάριον
-
2 γυναικίσκιον
γῠναικ-ίσκιον, τό,A young girl, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικίσκιον
-
3 καδίσκιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καδίσκιον
-
4 καλαθίσκιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαθίσκιον
-
5 κοτυλίσκος
A little cup, Ar.Fr. 380, etc.:—also [suff] κοτυλ-ίσκη, ἡ, Pherecr.69; [suff] κοτυλ-ίσκιον, τό, Ar.Ach. 459.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοτυλίσκος
-
6 κυκλίσκιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλίσκιον
-
7 κυλίσκη
κῠλ-ίσκη, ἡ, Dim. of κύλιξ, D.H.2.23, Poll.6.95, 10.66:—hence [var] Dim. [suff] κῠλ-ίσκιον, τό, Id.6.98, 10.66, cf. Ar.Ach. 459 codd. (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυλίσκη
-
8 λέκος
A dish, pot, pan, Demioprat. ap. Poll.10.87, Hippon. 58, Phoen.2.2:—[var] Dim. forms [full] λεκ-ίς, ίδος, ἡ, Epich.126, Iamb.VP 26.119 (pl.); = παροψίς, Hsch.; [suff] λεκῐθο-ίσκος, ὁ, Hp. ap. Poll. l.c.:—hence [suff] λεκῐθο-ίσκιον, τό, a small measure or weight, Hp.Acut. (Sp.) 63, 69; cf. λεκάνη. -
9 μαγειρίσκιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαγειρίσκιον
-
10 πινακίσκιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πινακίσκιον
-
11 πυργίσκιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυργίσκιον
-
12 τετραδίσκιον
τετρᾰδ-ίσκιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραδίσκιον
-
13 τραγίσκος
A young he-goat, Theoc.5.141, AP9.317: also [suff] τρᾰγ-ίσκιον, Hsch. s.v. ἐξάγω κῶλον τραγίσκιον (a game played at Tarentum).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραγίσκος
-
14 φορμίσκιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φορμίσκιον
-
15 χιτωνίσκιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χιτωνίσκιον
-
16 χλανιδίσκιον
χλᾰνιδ-ίσκιον, τό,A = χλανίδιον, Aristaenet.1.11 (nisi leg. χλανισκίδιον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλανιδίσκιον
-
17 ἀγκωνίσκιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκωνίσκιον
-
18 ἀσπιδίσκιον
ἀσπῐδ-ίσκιον, τό, IG2.733 Aii 7, Dsc.3.91, Gal.14.724; and [suff] ἀσπῐδ-ισκάριον, τό, Lyd.Mag. 1.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσπιδίσκιον
-
19 ἀστερίσκιον
A little star, boss, knob on a helmet, Apollon.Lex.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστερίσκιον
-
20 ἐλεφαντίσκιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλεφαντίσκιον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
καλαθίσκιον — και καλαθίσκον, τὸ (Α) (υποκορ. τού καλαθίσκος) μικρό καλάθι*, καλαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + ίσκιον (< ίσκος + ιον), πρβλ. καδ ισκιον, πινακ ίσκιον] … Dictionary of Greek
κοκαρίσκιον — κοκαρίσκιον, τὸ (Μ) τούφα από ακατέργαστα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοκάριον (< ποκάριον «τούφα μαλλί», με αφομοίωση) + επίθημα ίσκιον (πρβλ. αρτ ίσκιον, βωμ ίσκιον)] … Dictionary of Greek
μαλακίσκιον — μαλακίσκιον, τὸ (Μ) δώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + επίθημα ίσκιον (πρβλ. κον ίσκιον)] … Dictionary of Greek
τετραδίσκιον — τὸ, Μ μικρό τετράδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράδιον + υποκορ. κατάλ. ίσκιον (κατάλ. ίσκος + ιον), πρβλ. ὁρμ ίσκιον] … Dictionary of Greek
κτηματίσκιον — κτηματίσκιον, τὸ (Μ) κτηματάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + υποκορ. κατάλ. ίσκιον] … Dictionary of Greek
κυκλίσκιον — κυκλίσκιον, τὸ (Α) μικρή πίτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + υποκορ. κατάλ. ίσκιον] … Dictionary of Greek
παπαδίσκιον — τὸ, Μ (υποκορ. τού παπάς) το παπαδάκι, νεαρός ή μικρόσωμος ή πρόσφατα χειροτονημένος ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς / παπάδες + υποκορ. κατάλ. ίσκιον (πρβλ. παιδίσκιον)] … Dictionary of Greek