-
1 σεμνολογια
-
2 σεμνηγορια
См. также в других словарях:
σεμνολογία — σεμνολογίᾱ , σεμνολογία boasting fem nom/voc/acc dual σεμνολογίᾱ , σεμνολογία boasting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνολογίᾳ — σεμνολογίαι , σεμνολογία boasting fem nom/voc pl σεμνολογίᾱͅ , σεμνολογία boasting fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνολογία — η, ΝΑ [σεμνολόγος] 1. το να μιλά κανείς με σεμνότητα και ευγένεια 2. συνεκδ. λόγος που χαρακτηρίζεται από σεμνότητα και λεπτότητα αρχ. (με κακή σημ.) κομπασμός, μεγαλαυχία … Dictionary of Greek
σεμνολογίας — σεμνολογίᾱς , σεμνολογία boasting fem acc pl σεμνολογίᾱς , σεμνολογία boasting fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνολογίαν — σεμνολογίᾱν , σεμνολογία boasting fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
σεμνομυθία — ἡ, Α [σεμνομυθῶ] σεμνολογία … Dictionary of Greek
ՆԱԶԱԲԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0383 Chronological Sequence: 6c գ. σεμνολογία dictio gravis ac magnifica. Խօսք մեծարանաց. ներբող. պատուաբանութիւն. պանծաբանութիւն. *Յերկարեցի զճառդ ո՛վ սիրելիք՝ նազելի առնելով. քանզի սոցա նազաբանութիւն՝ ներբողեան առ աստուածութիւն է. Փիլ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)