-
1 σεμνολογία
σεμνολογίᾱ, σεμνολογίαboasting: fem nom /voc /acc dualσεμνολογίᾱ, σεμνολογίαboasting: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————σεμνολογίαι, σεμνολογίαboasting: fem nom /voc plσεμνολογίᾱͅ, σεμνολογίαboasting: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 σεμνολογίᾳ
Βλ. λ. σεμνολογία -
3 σεμνολογία
σεμνολογ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεμνολογία
-
4 σεμνολογίας
σεμνολογίᾱς, σεμνολογίαboasting: fem acc plσεμνολογίᾱς, σεμνολογίαboasting: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 σεμνολογίαν
σεμνολογίᾱν, σεμνολογίαboasting: fem acc sg (attic doric aeolic) -
6 σεμνηγορία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεμνηγορία
-
7 σεμνομυθία
A s.v. Ἀδάμ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεμνομυθία
-
8 ἔμπνοος
A with the breath in one, alive,οὐκ ἀπέθανε, ἀλλ' ἦν ἔμπνοος Hdt.7.181
;ἔτ' ἔμπνους E.Ph. 1442
;ἔμπνους ἔτι ἀρθείς Antipho 2.1.9
;ἔτι ἔμπνουν ὄντα Th.1.134
; ἔ. ἐγένετο revived, Pl.Lg. 944a; μορφᾶς τύπος ἔμπνου, of a statue, Epigr.Gr.860.3; of pictures, τὸ ἔ. Philostr.VA2.20; also ἔ. νεκρός, of old age, Secund.Sent.12; θάλαττα πλωτὴ καὶ οἷον ἔ., of a sea which is not a dead calm, Philostr. Im.2.17.II ἔ. μοῦσα, of a flute, Sopat.10.2 blown upon, κόμη ὑπ. ἀνέμου ἔ. Philostr.Im.1.23: metaph., inspired,σεμνολογία ἔ., ὥσπερ ἐκ τρίποδος Id.VS1.25.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμπνοος
См. также в других словарях:
σεμνολογία — σεμνολογίᾱ , σεμνολογία boasting fem nom/voc/acc dual σεμνολογίᾱ , σεμνολογία boasting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνολογίᾳ — σεμνολογίαι , σεμνολογία boasting fem nom/voc pl σεμνολογίᾱͅ , σεμνολογία boasting fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνολογία — η, ΝΑ [σεμνολόγος] 1. το να μιλά κανείς με σεμνότητα και ευγένεια 2. συνεκδ. λόγος που χαρακτηρίζεται από σεμνότητα και λεπτότητα αρχ. (με κακή σημ.) κομπασμός, μεγαλαυχία … Dictionary of Greek
σεμνολογίας — σεμνολογίᾱς , σεμνολογία boasting fem acc pl σεμνολογίᾱς , σεμνολογία boasting fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνολογίαν — σεμνολογίᾱν , σεμνολογία boasting fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
σεμνομυθία — ἡ, Α [σεμνομυθῶ] σεμνολογία … Dictionary of Greek
ՆԱԶԱԲԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0383 Chronological Sequence: 6c գ. σεμνολογία dictio gravis ac magnifica. Խօսք մեծարանաց. ներբող. պատուաբանութիւն. պանծաբանութիւն. *Յերկարեցի զճառդ ո՛վ սիրելիք՝ նազելի առնելով. քանզի սոցա նազաբանութիւն՝ ներբողեան առ աստուածութիւն է. Փիլ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)