-
1 ρόλος
[ролос] ουσ. а. роль,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρόλος
-
2 роль
роль 1-и, γεν. πλθ. -ей θ. κυρλξ. κ. μτφ. ο ρόλος•исполнить роль тайшета παίζω το ρόλο του Αμλέτου•
главная роль κύριος (βασικός) ρόλος•
второстепенная роль δευτερεύων ρόλος•
играть роль παίζω ρόλο•
трудная.роль δύσκολος ρόλος•
раздать -и κατανέμω (μοιράζω) τους ρόλους•
роль личности в истории ο ρόλος της προσωπικότητας στην ιστορία•
он играет первую αυτός είναι πρωταγωνιστής του έργου.
εκφρ.в -и – στο ρόλο• σαν, εν είδη•играть роль – έχω σημασία•войти в роль – αφομοιώνω το ρόλο•выйти из -и – εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι•это не играет никакой -и – αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο (δεν επιδρά καθόλου).роль 2-и θ.βλ. рол (2 σημ.). -
3 роль
рол||ьж прям., перен ὁ ρόλος:руководящая \роль ὁ ἡγετικός ρόλος· главная \роль ὁ κύριος ρόλος· второстепенная \роль ὁ δευτερεύων ρόλος' быть на первых \рольях прям., перен παίζω τόν πρώτο ρόλο· быть на вторых \рольях прям., перен παίζω δεύτερους ρόλους· играть \рольпрям., перен παίζω (τό) ρόλο· входить в \роль μπαίνω στό ρόλο μου, συνηθίζω κάτι· знать свою \роль перен ξέρω τό ρόλο μου· выступать в роли кого-л. перен ἐμφανίζομαι στό ρόλο· ◊ это не играет никакой \рольи αὐτό δέν ἐχει καμμιά σημασία· это сыграло свою \роль в... αὐτό ἐπαιξε τό ρόλο του. -
4 рулон
-а α.ο ρόλος•рулон толя ρόλος πισσόχαρτου•
рулон бумаги ρόλος χαρτιού.
-
5 роль
роль ж прям., перен. о ρόλος* войти в \роль μπαίνω στο ρόλο μου· играть '- παίζω ρόλο* * *ж прям. перен.ο ρόλοςвойти́ в роль — μπαίνω στο ρόλο μου
игра́ть роль — παίζω ρόλο
-
6 рулон
рулонм τό ρολό, τό ρουλό, ὁ ρολός, ὁ κύλινδρος:\рулон бумаги ὁ ρολός χάρτου. -
7 заглавный
-
8 функция
-и θ.1. (γραπ. λόγος)• λειτουργία• φαινόμενο•функция слюнной железы η λειτουργία του σιαλογόνου σ.δενα.
2. (μαθ.) η συνάρτηση•тригонометрические -и τριγωνομετρικές συναρτήσεις.
3. μτφ. υποχρέωση, χρέος, καθήκον•служебныефункцияи υπηρεσιακά καθήκοντα•
исполнять свою -ю в обществе εκτελώ τις υποχρεώσεις μου στην κοινωνία.
4. σημασία, προορισμός, ρόλος•функция родительного падежа η σημασία της γενικής πτώσης (στη γραμματική)•
функция денег ο ρόλος των χρημάτων.
εκφρ.выступать в -и – εμφανίζομαι με την ιδιότητα κάποιου. -
9 роль
(театр., кино) о ρόλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > роль
-
10 рулон
ο ρολός, το ρολόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рулон
-
11 функция
1. мат. η συνάρτησηвозрастающая - αύξουσα -, αυξανόμενη -- действия мех. - δράσηςпоказательная - см. экспоненциальная -2. биол. η λειτουργία 3. (значение, назначение) о προορισμόςο ρόλος4. (явление, зависящее от другого) η λειτουργίατο φαινόμενο5. (круг деятельности, обязанность) το καθήκον, η υποχρέωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > функция
-
12 амплуа
амплуа́с нескл.1. театр. τ όἀμπλουά, ἡ εἰδικότητα, ὁ ρόλος;2. перен ἡ ἀπασχόληση [-ις], ἡ ἐνασχόληση [-ις], ἡ θέση [-ις]. -
13 бессловесный
бессловесн||ыйприл1. ἄφωνος, ἀλαλος, ἄγλωσσος;2. перен σιωπηλός, Αμίλητος:\бессловесныйое существо́ ἀμίλητος (или σιωπηλός) ἄνθρωπος; ◊ \бессловесныйая роль ὁ βουβός ρόλος. -
14 ведущий
веду́щ||ий1. прич. от вести́·2. прил (главный) ἡγετικός, προεξάρχων:\ведущийая роль ὁ ἡγετικός ρόλος· \ведущийне отрасли промышленности οἱ κυριώτεροι κλάδοι τής βιομηχανίας·3. прил тех. κινητήριος:\ведущийее колесо ὁ κινητήριος τροχός·4. м ἀβ. ὁ ἐπικεφαλής, ὁ ὁδηγός/ мор. ὁ πωτόπλους·5. м (на концерте, в театре) ὁ ὁμιλητής, ὁ κονφερανσιέ. -
15 жалкий
жалк||ийприл1. (вызывающий жалость) οίκτρός, ἀξιολύπητος, κακόμοιρος/ ἐλεεινός (с оттенком презрения):\жалкийая улыбка κακομοίρικο χαμόγελο· \жалкий вид ἡ ἐλεεινή δψη· быть \жалкийим εἶμαι ἀξιολύπητος·2. (ничтожный) ἄθλιος, τιποτένιος:\жалкийая роль ὁ τιποτένιος ρόλος· \жалкий трус ἐλεεινός φοβιτσιάρης· \жалкийο1. нареч οίκτρά [-ώς], ἀξιολύπητα, κακόμοιρα, ἐλεεινά:\жалкийο выглядеть ἔχω ἀξιολύπητη δψη·2. предик безл κρίμα:мне очень \жалкийο, что... λυπάμαι πολύ πού... -
16 заглавный
загла́в||ныйприл:\заглавныйный лист ἡ προμετωπίδα [-ίς], τό ἐξώφυλλο· \заглавныйная бу́ква τό κεφαλαΐο[ν] γράμμα· ◊ \заглавныйная роль ὁ ἐπώνυμος ρόλος. -
17 коронн
коронн|ый прил τοϋ στέμματος· ◊ \коронная роль театр. ὁ καλλίτερος ρόλος ήθοποιοῦ. -
18 свиток
свитокм τό ρουλό, ὁ κύλινδρος, ὁ ρόλος. -
19 роль
[ρόλ'] ουσ. θ. ρόλος -
20 роль
[ρόλ'] ουσ θ ρόλος
См. также в других словарях:
ρόλος — ο, Ν 1. το πρόσωπο, ο χαρακτήρας σε θεατρικό, κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο που υποδύεται ένας ηθοποιός 2. η συμβολή, η συμμετοχή κάποιου σε ένα έργο ή γεγονός («έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εκλογική νίκη τού κόμματος») 3. (κοινων.) η… … Dictionary of Greek
ρόλος — ο (λ. γαλλ.) 1. κύλινδρος χαρτιού. 2. το μέρος ή το πρόσωπο το οποίο υποδύεται κάποιος σε θεατρικό έργο: Ήταν περίφημος στο ρόλο του Οιδίποδα. 3. «παίζω ρόλο» σε κάτι, σημαίνει έχω σημαντική επίδραση ή συμμετοχή σε κάτι: Στη νεότερη ελληνική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρόλος κοινωνικός — Στην κοινωνιολογία σημαίνει σύνολο ενεργειών που συνδέονται ενιαία με μια ειδική κοινωνική δραστηριότητα ή λειτουργία. Η ομοιογένεια στην οποία αυτό το σύνολο ενεργειών φτάνει στη σύγχρονη κοινωνία, επιτρέπει τη διαμόρφωση μιας τυπολογίας των… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Эллада (фрегат) — Эллада Служба … Википедия
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… … Dictionary of Greek
αεροπορία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται τόσο στην κατασκευή, όσο και τον χειρισμό κατά την πτήση αεροσκαφών βαρύτερων του αέρα, σε αντίθεση με την αεροπλοΐα που ασχολείται με σκάφη ελαφρύτερα του αέρα. Η α. περιλαμβάνει την πολεμική α., τη… … Dictionary of Greek
χρηματιστήριο — Το χ. είναι η επίσημη αγορά, όπου συναντώνται τα πρόσωπα που πωλούν και αγοράζουν ορισμένα αγαθά. Το χ. διαφέρει από τις άλλες αγορές ως προς το ότι τα αγαθά που ανταλλάσσονται σε αυτό δεν υπάρχουν αυτούσια. Για τον λόγο αυτό μπορούν να είναι… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek