-
1 ρόλος
ο1) прям., перен. роль; 2) рулон -
2 ρόλος
[ролос] ουσ. а. роль,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρόλος
-
3 ρόλος
[ролос] ουσ α роль. -
4 αχάριστος
η, ο [ος, ον ]1) неблагодарный; 2) см. άχαρος 3; 3) неприятный, неблагодарный;αχάριστη δουλειά — неблагодарная работа;
μου 'τύχε ο αχάριστος ρόλος — мне выпала неприятная роль;
4) скупой, прижимистый;5) не подаренный -
5 βουβός
-
6 επώνυμος
η, ο [ος, ον ]1) носящий чьё-л. имя, назван- ный в честь (кого-чего-л.);§ επώνυμος ρόλος — заглавная роль
-
7 ηγετικός
η, ό[ν] руководящий, возглавляющий;ηγετικός ρόλος — руководящая роль
-
8 πρωταρχικός
η, ό[ν]1) первоначальный; первичный;πρωταρχική συσσώρευση — первоначальное накопление;
2) первостепенный;πρωταρχική σημασία — а) первостепенное, очень важное значение; — б) первичное значение (слова);
πρωταρχικός ρόλος — первостепенная роль
См. также в других словарях:
ρόλος — ο, Ν 1. το πρόσωπο, ο χαρακτήρας σε θεατρικό, κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο που υποδύεται ένας ηθοποιός 2. η συμβολή, η συμμετοχή κάποιου σε ένα έργο ή γεγονός («έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εκλογική νίκη τού κόμματος») 3. (κοινων.) η… … Dictionary of Greek
ρόλος — ο (λ. γαλλ.) 1. κύλινδρος χαρτιού. 2. το μέρος ή το πρόσωπο το οποίο υποδύεται κάποιος σε θεατρικό έργο: Ήταν περίφημος στο ρόλο του Οιδίποδα. 3. «παίζω ρόλο» σε κάτι, σημαίνει έχω σημαντική επίδραση ή συμμετοχή σε κάτι: Στη νεότερη ελληνική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρόλος κοινωνικός — Στην κοινωνιολογία σημαίνει σύνολο ενεργειών που συνδέονται ενιαία με μια ειδική κοινωνική δραστηριότητα ή λειτουργία. Η ομοιογένεια στην οποία αυτό το σύνολο ενεργειών φτάνει στη σύγχρονη κοινωνία, επιτρέπει τη διαμόρφωση μιας τυπολογίας των… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Эллада (фрегат) — Эллада Служба … Википедия
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… … Dictionary of Greek
αεροπορία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται τόσο στην κατασκευή, όσο και τον χειρισμό κατά την πτήση αεροσκαφών βαρύτερων του αέρα, σε αντίθεση με την αεροπλοΐα που ασχολείται με σκάφη ελαφρύτερα του αέρα. Η α. περιλαμβάνει την πολεμική α., τη… … Dictionary of Greek
χρηματιστήριο — Το χ. είναι η επίσημη αγορά, όπου συναντώνται τα πρόσωπα που πωλούν και αγοράζουν ορισμένα αγαθά. Το χ. διαφέρει από τις άλλες αγορές ως προς το ότι τα αγαθά που ανταλλάσσονται σε αυτό δεν υπάρχουν αυτούσια. Για τον λόγο αυτό μπορούν να είναι… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek