Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ράφτης

См. также в других словарях:

  • ράφτης — ο θηλ. ράφτρα αυτός που ράβει αντρικά ή γυναικεία ρούχα: Φημισμένος ράφτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ράφτης — ο, θηλ. ράφτρα, Ν βλ. ράπτης …   Dictionary of Greek

  • ραφτόπουλο — το, Ν 1. μαθητευόμενος νεαρός ράφτης 2. ο νεαρός γιος τού ράφτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράφτης + κατάλ. πουλο*] …   Dictionary of Greek

  • φραγκοράφτης — ο, Ν (παλ. τ.) ράφτης ανδρικών ενδυμάτων ευρωπαϊκού τύπου, σε αντιδιαστολή προς τον ράφτη εθνικών ενδυμασιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φράγκος + ράφτης] …   Dictionary of Greek

  • Porto Rafti — Πόρτο Ράφτη …   Deutsch Wikipedia

  • ακατάραφτος — η, ο και ακατάραφος [καταράφτω] αυτός που δεν έχει ραμμένα, μπαλωμένα τα σκισμένα μέρη τών ενδυμάτων του παροιμ. «ράφτης ακατάραφτος, τσαγκάρης αξυπόλυτος», για όσους φροντίζουν για τους άλλους και όχι για τον εαυτό τους …   Dictionary of Greek

  • ελληνορράπτης — ο ράφτης παραδοσιακών λαϊκών ενδυμασιών (φουστανέλλας κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • εμπορορράπτης — ο υφασματέμπορος και ράφτης συγχρόνως ανδρικών ρούχων …   Dictionary of Greek

  • εξωμιδοποιός — ἐξωμιδοποιός, ο (Α) ο ράφτης εξωμίδων …   Dictionary of Greek

  • επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… …   Dictionary of Greek

  • εσθητορράφος — ἐσθητορράφος, ὁ (AM) αυτός που ράβει εσθήτες, ο ράφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσθής, ήτος + ραφος < ραφή] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»