-
1 портной
-
2 портной
-
3 портниха
η ράφτρα, η ράπτρια, η μοδίστρα (ξεν.)- ой ο ράφτης, ο ράπτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > портниха
-
4 дамский
дамскийприл γυναικείος, τῶν κυριών, γιά κυρίες:\дамский портной ράφτης γυναικείων \дамский зал (в парикмахерской) ἡ γυναικεία αίθουσα· \дамский парикмахер ὁ κομμωτής. -
5 портной
портнойм ὁ ράπτης, ὁ ράφτης, ὁ ἐμπορορράπτης:дамский \портнойо́й ὁ ράπτης γυναικείων φορεμάτων мужской \портнойо́й ὁ ράπτης ἀνδρικών ρούχων. -
6 портняжка
-и, γεν. πλθ. -жек α. (απλ.) ράφτης. -
7 портняжничать
ρ.δ.επαγγέλλομαι το ράφτη, εργάζομαι ράφτης, κάνω το ράφτη. -
8 пошивочный
επ. (απλ.) ραπτικός•-ая мастерская ραφείο, ραφτάδικο•
пошивочный мастер ράφτης.
-
9 сшивальщик
-а α. -ца, -ы θ.ράφτης, -ρα. || συναρμολογητής, συνδέτης. -
10 швец
-а α.1. (παλ. κ. απλ.) ο ράφτης.2. (στην Ουκρανία) τσαγκάρης, υποδηματοποιός. -
11 юбочник
-а α.1. ράφτης φουστών.2. παλ. γυναικάς, γυναικοθήρας.
См. также в других словарях:
ράφτης — ο θηλ. ράφτρα αυτός που ράβει αντρικά ή γυναικεία ρούχα: Φημισμένος ράφτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ράφτης — ο, θηλ. ράφτρα, Ν βλ. ράπτης … Dictionary of Greek
ραφτόπουλο — το, Ν 1. μαθητευόμενος νεαρός ράφτης 2. ο νεαρός γιος τού ράφτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράφτης + κατάλ. πουλο*] … Dictionary of Greek
φραγκοράφτης — ο, Ν (παλ. τ.) ράφτης ανδρικών ενδυμάτων ευρωπαϊκού τύπου, σε αντιδιαστολή προς τον ράφτη εθνικών ενδυμασιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φράγκος + ράφτης] … Dictionary of Greek
Porto Rafti — Πόρτο Ράφτη … Deutsch Wikipedia
ακατάραφτος — η, ο και ακατάραφος [καταράφτω] αυτός που δεν έχει ραμμένα, μπαλωμένα τα σκισμένα μέρη τών ενδυμάτων του παροιμ. «ράφτης ακατάραφτος, τσαγκάρης αξυπόλυτος», για όσους φροντίζουν για τους άλλους και όχι για τον εαυτό τους … Dictionary of Greek
ελληνορράπτης — ο ράφτης παραδοσιακών λαϊκών ενδυμασιών (φουστανέλλας κ.λπ.) … Dictionary of Greek
εμπορορράπτης — ο υφασματέμπορος και ράφτης συγχρόνως ανδρικών ρούχων … Dictionary of Greek
εξωμιδοποιός — ἐξωμιδοποιός, ο (Α) ο ράφτης εξωμίδων … Dictionary of Greek
επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… … Dictionary of Greek
εσθητορράφος — ἐσθητορράφος, ὁ (AM) αυτός που ράβει εσθήτες, ο ράφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσθής, ήτος + ραφος < ραφή] … Dictionary of Greek