Перевод: со словенского на английский

с английского на словенский

πώλω

  • 1 pȇlnъ

    pȇlnъ Grammatical information: m. o Accent paradigm: c Proto-Slavic meaning: `loot, spoils, captivity'
    Old Church Slavic:
    plěnъ `captivity, loot' [m o]
    Russian:
    polón (arch.) `captivity' [m o], polóna [Gens] \{1\}
    Old Russian:
    polonъ `loot' [m o]
    Belorussian:
    palón (arch.) `captivity' [m o], palónu [Gens]
    Ukrainian:
    polón `captivity' [m o], polónu [Gens]
    Czech:
    plen `loot, spoils' [m o]
    Slovak:
    plen `gain' [m o]
    Polish:
    plon `harvest' [m o]
    Serbo-Croatian:
    plȉjen `gain' [m o]
    Slovene:
    plẹ̑n `loot' [m o]
    Proto-Balto-Slavic reconstruction: pelnos
    Lithuanian:
    pel̃nas `gain, profit' [m o] 4
    Latvian:
    pèl̨n̨a `gain, profit' [f ā]
    Page in Pokorny: 904
    Comments: The accentuation of the verb polonít' (arch.) `to take captive', 3sg. polonít, may be considered evidence for original mobility (cf. Illič-Svityč 1963: 43).
    Other cognates:
    Gk. πώλω `sell' [verb];
    OIc. falr `for sale' [adj]

    Slovenščina-angleščina big slovar > pȇlnъ

См. также в других словарях:

  • πωλώ — πωλῶ, έω, ΝΜΑ, και πουλώ, άω, Ν 1. προσφέρω ή εκθέτω κάτι για πώληση 2. παρέχω κάτι σε κάποιον έναντι τιμήματος («πουλάει το σπίτι του πολύ ακριβά») 3. μτφ. προδίδω, εξαπατώ (α. «αν και φίλος, δεν δίστασε να μέ πουλήσει» β. «τὰ οἴκοι πωλοῡντες»,… …   Dictionary of Greek

  • πωλώ — πωλώ, πώλησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: πωλώ, πωλούμαι : απαντάται σε επίσημο ύφος λόγου και σε στερεότυπες εκφράσεις, κυρίως στην παθητική φωνή (πωλείται, πωλούνται, σε αγγελίες πώλησης κτλ.). Περισσότερο διαδεδομένο είναι το ρ. πουλάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Πωλώ — οῡς, ἡ, Α προσωνυμία τής Αρτέμιδος στη Θάσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + κατάλ. ώ θηλ. ονομάτων (πρβλ. Αργ ώ)] …   Dictionary of Greek

  • πωλώ — πώλησα, πωλήθηκα, πωλημένος, και πουλώ πούλησα, πουλήθηκα, πουλημένος 1. δίνω σε κάποιον κάτι με τίμημα. 2. έχω, διαθέτω κάτι για πούλημα. 3. μτφ., προδίνω κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πωλῶ — πωλέω sell pres subj act 1st sg (attic epic doric) πωλέω sell pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πώλω — Πῶλος foal masc nom/voc/acc dual Πῶλος foal masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώλω — πώλης seller masc gen sg (attic epic ionic) πώ̱λω , πῶλος foal masc/fem nom/voc/acc dual πώ̱λω , πῶλος foal masc/fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πώλῳ — Πῶλος foal masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώλῳ — πώ̱λῳ , πῶλος foal masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πώλωι — Πώλῳ , Πῶλος foal masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπωλώ — προπωλῶ, έω, ΝΑ, προπουλώ Ν νεοελλ. πωλώ κάτι από πριν, δηλ. προτού κατασκευαστεί ή πριν ακόμη να είναι έτοιμο για παράδοση, πωλώ προκαταβολικά αρχ. πωλώ κάτι προηγουμένως ως αντιπρόσωπος, ως μεσίτης κάποιου, μεσιτεύω σε μια πώληση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»