-
1 Πυργοί
-
2 Πυργοῖ
-
3 πυργοί
πυργόωgird: pres ind mp 2nd sgπυργόωgird: pres opt act 3rd sgπυργόωgird: pres ind act 3rd sg -
4 πυργοῖ
πυργόωgird: pres ind mp 2nd sgπυργόωgird: pres opt act 3rd sgπυργόωgird: pres ind act 3rd sg -
5 Πύργοι
Πύργοςtower: masc nom /voc pl -
6 πυργοί
πυργόωgird: pres subj mp 2nd sgπυργόωgird: pres ind mp 2nd sgπυργόωgird: pres subj act 3rd sg -
7 πύργοι
πύργοςtower: masc nom /voc pl -
8 πύργος
-ου + ὁ N 2 4-28-12-16-27=87 Gn 11,4.5.8; 35,16; JgsA 8,9tower (of a city) Gn 11,4; tower (in a vineyard) Is 5,2; οἱ πύργοι city walls with their towers Jdt 7,5 Cf. SHIPP 1979, 477-479; SPICQ 1978a, 774-779; →TWNT -
9 δουράτεος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουράτεος
-
10 εὔδμητος
A well-built,βωμός Il.1.448
; ;κολώνα Pi.P.12.3
;ἀγυιαί A.R.1.317
. (Always in [dialect] Ep. form ἐΰδμ-, exc. in Od.20.302 ὁ δ' εὔδμητον βάλε τοῖχον.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔδμητος
-
11 θεόδμητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόδμητος
-
12 θεόκμητος
θεό-κμητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόκμητος
-
13 θεότευκτος
θεό-τευκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεότευκτος
-
14 περισκεπάζω
A cover, screen all round,βύσσῳ τι AP5.103
(Marc. Arg.), cf. Gp.2.4.2:—[voice] Pass., Thphr.HP4.5.3, Dsc.2.76. -ής, ές, ([etym.] σκέπας) covered all round, ὄρος θάμνοισι π. Call.Jov.11 ;οἶκοι Moschio
Trag.7.27: metaph., λόγος π. ἑτέρῳ κόσμῳ, of a myth, Max.Tyr.10.5 (s.v.l.).II covering or screening all round,πύργοι Call.Del.23
; [ὥρα] τῷ ἀέρι περισκεπής (fort. - σκελής) Thphr.HP7.1.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισκεπάζω
-
15 πολύστατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύστατος
-
16 πολύστεγος
πολύ-στεγος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύστεγος
-
17 προβλής
A thrown forward, jutting out,προβλῆτι σκοπέλῳ Il.2.396
;πέτρῃ ἔπι προβλῆτι 16.407
;στήλας τε προβλῆτας 12.259
;ἀκταὶ προβλῆτες ἔσαν Od.5.405
, cf. 10.89, 13.97, Archil.49 Diehl; προβλῆτες, without subst., forelands, headlands, S.Ph. 936; τόν γε (sc. ποταμόν)εἴργουσιν π. Q.S.10.175
: sg., Opp.H.5.252; π. ἔπαλξις, ἐρίπνα, AP5.293.3 (Agath.), 7.147 (Arch.);π. γενειάς Nonn.D.15.8
; προσώπου π. γένυς Ib.28.75; γναθμοῖς π. ὀδόντες ib.26.301: in later Prose,προβλῆτες λιμένων πύργοι LXX 4 Ma.13.6
;λιμένες προβλῆσι λίθοις εἰς τὸ πέλαγος ἐξανεστηκότες Aristid.Or.25(43).3
;ὀφρύες π. Aret. SD2.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβλής
-
18 πρόκειμαι
A to be set before one, ὀνείαθ' ἑτοῖμα προκείμενα the meats laid ready, Il.9.91, al.; π. δαίς, δεῖπνον, Hdt.1.211, 5.105;τὰ π. ἀγαθά Id.9.82
; ἄρτοι προκείμενοι shew-bread, LXX Ex.39.18 (36); τράπεζα π. ib.38.9 (37.10).2 lie exposed,ὁρέω παιδίον προκείμενον Hdt.1.111
; of a tuft of wool, S.Tr. 702; ἄτιμος ὧδε πρόκειμαι, says Ajax of himself, Id.Aj. 427 (lyr.), cf. E.Tr. 1179;νομίζετε τὸν παῖδα τουτονὶ ἱκετηρίαν ὑμῖν προκεῖσθαι D.43.83
; esp. lie dead, A.Th. 964 (lyr.), S.Aj. 1059; προκείμενον νέκυν laid out for burial, E.Alc. 1012, cf. S.Ant. 1101, Ar.Ec. 537, Av. 474, Antipho 6.34, Luc.Luct.12; opp. ἐξενεχθείς, Lys.Fr.23 (also, to be buried first, IGRom.4.735 ([place name] Eumenia), MAMA4.357 (ibid., iii A.D.)): metaph., πρὸς ὕβριν π. to be exposed to.., D.S.33.15 (dub.l.).3 to be set before competitors, as the prize of a contest,τοῖσι.. προὔκειτο μέγας τρίπος Hes.Sc. 312
: hence,b metaph., to be set before one, proposed, γνῶμαι τρεῖς προεκέατο three opinions were set forth, Hdt.3.83, cf. 7.16.α'; τοσούτων πέρι σκέψις πρόκειτα Pl.R. 533e
, cf. Phdr. 237c; π. τῷ συμβουλεύοντι σκοπὸς τὸ συμφέρον is proposed as a mark, Arist. Rh. 1362a17; ἡ προκειμένη ξυμμαγία the alliance which naturally offers, Th.1.35; freq. of contests,πόνος τε καὶ ἀγὼν ἔσχατος ψυχῇ π. Pl.Phdr. 247b
, cf.La. 182a;καταγέλαστον.., ὃ πάλαι πρόκειται, τοῦτο πάλιν προτιθέναι Id.Euthd. 279d
; to be extant,προοίμια π. Id.Lg. 722e
; freq. in part., ὁ προκείμενος ἄεθλος the task set, Hdt.1.126, 4.10, cf. A.Pr. 259, 755;ἀγῶνος μεγίστου π. Hdt.9.60
;ἆθλα π. Lys.1.47
, X.Cyr.2.3.2, etc.;τὸν π. πόνον E.Alc. 1149
;ἔχειν ἔργον π. Pl.R. 407a
; τὰ προκείμενα, opp. μέλλοντα, S.Ant. 1334, cf. E.Rh. 984; soξυμφορᾶς προκειμένης Id.Alc. 551
; τὸ π. ἐν τῷ λόγῳ or τὸ π., the question under discussion, Pl.Grg. 457d, La. 184c, etc.; τὸ π. πρῆγμα the matter in hand, Hdt. 1.207: impers., περὶ σωτηρίας προκειμένου when the question is concerning safety, Ar.Ec. 401;πρόκειται ἡμῖν ζητεῖν Luc.Par.54
, cf. D.H. Rh.7.5.4 to be set forth, settled, prescribed, appointed, (lyr.);π. σημήϊα Hdt.2.38
; αἱ προκείμεναι ἡμέραι the prescribed days, ib.87; ;ἀναγκαίη π. Id.1.11
; τὸ θανεῖν.. πᾶσι πρόκειται prob. in IG12(1).146 ([place name] Rhodes); of laws,νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς π. S.Ant. 481
; of punishments,στέρεσθαι κρατὸς ἦν προκείμενον A.Pers. 371
;φόνον π. δημόλευστον S.Ant.36
;πολλῶν [ἁμαρτημάτων] θανάτου ζημίαι π. Th.3.45
.II lie before, lie in front of, c. gen., projecting further than,Hdt.
2.12, cf. 4.99; ᾗ (ᾧ codd.) προὔκειτο μαστῶν περονίς where was set a brooch before her breasts, S.Tr. 925;πρὸ τῶν ἀνθρώπων π. τὰ παραφράγματα Pl.R. 514b
;Ἐφέσου τεὰ τόξα πρόκειται Call.Dian. 258
;οἱ προκείμενοι τῶν στοῶν πύργοι Plb.1.48.2
: abs., of a cape, island, etc.,ἐν τῇ θαλάττῃ π. χωρίον X.An.6.4.3
;τὰ προκείμενα τῆς χώρας ὄρη Id.Mem. 3.5.27
;παρὰ ἤπειρον νῆσος π. Id.Ath.2.13
, etc.III precede, γράμμα π. an initial letter, AP11.426; ἐν τοῖς π. in the preceding pages, A.D.Synt. 138.4; ὡς πρόκειται ib.32.17, freq. in Pap., POxy.271.15 (i A. D.), etc.; προκείμενον a preceding word, A.D.Pron.39.25, al.; χρόνος ὁ προκείμενος date as above, PTeb.397.34 (ii A. D.); τοῦ π. ἔτους in the aforesaid year, PAmh.50.11 (ii B.C.);ἡ π. βοτάνη
above-mentioned,PMag.Par.
1.779, cf. Gal.12.455 (but οἱ π. θεοί represented on this monument, OGI663.2 (Egypt, i A. D.)).2 τὸ π. αὐτοῦ μόριον from which it is derived (ὥς from ὅς), A.D.Adv.171.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόκειμαι
-
19 πτύσσω
πτύσσω (never [suff] πτυέλ-ττω), ([etym.] ἀνα-) S.Fr. 301:[tense] fut. πτύξω ([etym.] ἀνα-) E.HF 1256: [tense] aor. ἔπτυξα (v. infr.):—[voice] Med., Od.2.77 ([etym.] ποτι-), etc.: [tense] fut. πτύξομαι ([etym.] προς-) 3.22: [tense] aor.A :—[voice] Pass., Il.13.134, etc.: [tense] aor. ἐπτύχθην ([etym.] ἀν-, δι-) X.Cyr.7.5.5, S.Ant. 709: [tense] aor. 2 ἐπτύγην [pron. full] [ῠ], ([etym.] ἀν-) Hp.Int.48: [tense] pf.ἔπτυγμαι App.BC4.72
, etc., ([etym.] ἀν-) E.El. 357; : [tense] plpf. ἔπτυκτο ([etym.] προς-) Pi.I.2.39:—fold, double up, χιτῶνα, εἵματα πτύξαι, fold up garments and put them by, Od.1.439, 6.111, 252;σπλῆνα Hp.Fract.8
; χεῖρας πτύξαι ἐπί τινι fold one's arms over or round another, S.OC 1611; βιβλίον fold, close a book, Ev.Luc.4.20.II [voice] Pass., of the foetus, Hp.Mul.1.69; of bandages, Gal.18(1).826;γραμματεῖα ἐπτυγμένα Hdn.1.17.1
; πύργοι ἐπτ. App. l.c.; ἔγχεα δὲ πτύσσοντο perh. were interlaced, Il. l.c. -
20 στέγω
στέγω, used by early writers mainly in [tense] pres. and [tense] impf.: [tense] fut. στέξω dub. cj. in D.S.11.29: [tense] aor.Aἔστεξα Plb.8.12.5
, Plu.Alex.35, etc.:—[voice] Med., [tense] aor. ἐστέξατο cj. for ἐδέξατο in AP13.27 (Phal.):— [voice] Pass., [tense] aor.ἐστέχθην Simp. in Epict.p.117
D.:—cover closely, so as to keep a fluid either out or in, Pl.Ti. 78a (of fire):A keep out water, δόμος ἅλα στέγων a house that keeps out the sea, i.e. a good ship, A.Supp. 135 (lyr.): abs., νῆες οὐδὲν στέγουσαι not water-tight, Th.2.94;εὐνὰς τοιαύτας οἵας.. στέγειν.. ἱκανὰς εἶναι Pl.R. 415e
, cf. Ti. 45c, Cra. 412d; τῇ.. στεγούσῃ γῇ in the impervious earth, Id.Criti. 111d; συμμύει καὶ στέγει, of timber, Thphr.HP5.7.4, cf. 5.4.5;οἰκία στέγουσα IG22.2498.23
, cf. 12(5).568.12 (Ceos, v/iv B.C.):—so in [voice] Med., στέγετο.. ὄμβρους kept off the rain from himself, Pi.P.4.81; νεῦς οὐκ ἐστέξατο κῦμα APl.c. (v. supr.);ταῦτα δὲ παρέξοντι οἰκοδομημένα καὶ στεγόμενα καὶ τεθυρωμένα Tab.Heracl.1.142
.2 of other things, fend off, repel, ;δόρυ πολέμιον στέγειν A.Th. 216
; στέγων γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ' ib. 1014;σ. τὰς πληγάς Ar.V. 1295
;στέγει ἡ σὰρξ τὸ προσπῖπτον θερμόν Arist. Pr. 889a11
.3 later, bear up, sustain, support,ἡ θάλαττα.. σ. τὰ βάρη Id.Fr. 217
;σ. τὸν ὄροφον J.AJ5.8.12
; ; bear up against, endure, resist, τὴν ἐπιφοράν, ἔφοδον, Plb.3.53.2, 18.25.4, cf. SIG700.23 (Lete, ii B.C.);σ. νόσον AP11.340
(Pall.);τὸ δυσῶδες Memn.2.4
;τὰς ἐνδείας Ph.2.526
; ἡ ἀγάπη.. πάντα ς. 1 Ep.Cor.13.7, cf. 9.12: abs., contain oneself, hold out,στέγειν, καρτερεῖν Lyr.Alex.Adesp.1.30
, cf. 1 Ep.Thess.3.1,5;ἔστεξα ἕως ἔλθῃς POxy.1775.10
(iv A.D.) (in S.OT 11 στέξαντες is f.l. for στέρξαντες).B keep in, hold water, etc., δάκρυον ὄμματ' οὐκέτι στέγει prob.f.l. in E.IA 888 (troch.); οὐκ ἂν δυναίμην μὴ στέγοντα πιμπλάναι I could not fill leaky vessels, Id.Fr. 899; ὕδωρ ς., of a vessel, Pl.R. 621a: metaph.,τὴν ψυχὴν κοσκίνῳ ἀπῄκασε.. τετρημένην, ἅτε οὐ δυναμένην στέγειν δι' ἀπιστίαν καὶ λήθην Pl.Grg. 493c
; [ψυχὴν] στέγουσαν οὐδέν Id.Lg. 714a
; in Id.R. 586b, τὸ στέγον ἑαυτῶν prob. means the continent part of each man, cf.στεγανός 11.4
.II generally, contain, hold, ἄγγος σῶμα τοὐκείνου ς. S.El. 1118, cf. E. Ion 1412;ὄχλον σ. δῶμα Id.Hipp. 843
.III shelter, protect,πύργοι πόλιν στέγουσιν S.OC15
codd., cf. A.Th. 797: metaph.,ὅρκος σ. τὴν ὁμόνοιαν αὐτῶν D.S.11.29
(cj.); τὸ ξύλον ἔστεξεν ἡ γῆ retained and cherished it, so that it struck root, Plu. Rom.20, cf. Alex.35.2 conceal, keep hidden, ;ἥξει.., κἂν ἐγὼ σιγῇ στέγω S.OT 341
; τί χρὴ στέγειν ἢ τί λέγειν; Id.Ph. 136 (lyr.); ;σ. τἀμὰ καὶ σ' ἔπη E.El. 273
;στέξαι τὸ κριθέν Plb.4.8.2
:—[voice] Pass., to be kept secret, Th.6.72; παρ' ὑμῶν εὖ στεγοίμεθ' let my counsel be kept secret by you, S.Tr. 596.IV close up, in [voice] Pass.,τὰ τῶν ἀγγείων στόματα στεγόμενα Paul.Aeg.6.7
. (Cf. Skt. sthagati 'cover, hide', Lat. tego, Engl. thatch.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Πύργοι — I Πόλη της αρχαίας Τριφυλίας στην Ήλιδα, μια από τις έξι πόλεις που ίδρυσαν οι Μίνυες. Λείψανά της βρέθηκαν στη δεξιά όχθη του ποταμού Νέδα, κοντά στο χωριό Άγιος Ηλίας. II Όνομα 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.) στην πρώην επαρχία… … Dictionary of Greek
Πυργοῖ — Πυργώ fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργοῖ — πυργόω gird pres ind mp 2nd sg πυργόω gird pres opt act 3rd sg πυργόω gird pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργοί — πυργόω gird pres subj mp 2nd sg πυργόω gird pres ind mp 2nd sg πυργόω gird pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πύργοι — Πύργος tower masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύργοι — πύργος tower masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πύργοι Θερμής — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Μυτιλήνης του νομού Λέσβου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (2 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
καμπαναριό — Πυργίσκος εκκλησίας, στην οροφή του οποίου είναι κρεμασμένη/ες η/οι καμπάνα/ες· κωδωνοστάσιο. Ως αρχική μορφή το κ. πιθανολογείται ότι αποτελεί τη συνέχεια των αμυντικών ρωμαϊκών πύργων· ωστόσο, με την πάροδο των αιώνων απέκτησε διαφορετική… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Κρεμλίνο — (ρωσ. Kreml). Το κεντρικό οχυρωμένο τμήμα των ρωσικών πόλεων της φεουδαρχικής περιόδου, αντίστοιχο των ακροπόλεων των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Συνήθως βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο και συχνά στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Το Κ.… … Dictionary of Greek