-
1 густеть
πυκνώνω, (о жидкости) πήζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > густеть
-
2 сгущать
πυκνώνω, συμπυκνώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сгущать
-
3 сомкнуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сомкнутый βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.1. κλείνω, συγκλείνω•сомкнуть ножки циркуля κλείνω τα σκέλη του διαβήτη.
|| πυκνώνω•сомкнуть ряда πυκνώνω τις γραμμές ή τάξεις.
|| συνδυάζω• συνδέω.2. συνάπτω, ενώνω, κλείνω•сомкнуть веки κλείνω τα βλέφαρα•
сомкнуть рот κλείνω το στόμα.
εκφρ.не сомкнуть глаза – δεν κλείνω μάτι (αγρυπνώ).1. κλείνομαι.2. πυκνώνω κλπ. ρ. ενεργ.φ.εκφρ.- ись – (στρατ. παράγγελμα) πυκνώστε ή πυκνωθείτε. -
4 сплотить
-очу, -отишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сплоченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. συμπιέζω, συσφίγγω. || συνδέω, δένω στερεά (πλωτή ξυλεία).2. μτφ. συσπειρώνω•. πυκνώνω•сплотить ряды демонстрантов πυκνώνω τις γραμμές των διαδηλωτών.
3. μτφ. ενώνω συσσωματώνω•сплотить народ ενώνω γερά το λαό.
1. πυκνώνω•-лись ряды демонстрантов πύκνωσαν οι, γραμμές των διαδηλωτών.
2. ενώνομαι, συσσωματώνομαι. -
5 сплачивать
сплачивать, сплотить συσπειρώνω; πυκνώνω (ряды и т. п.)* * *= сплотитьσυσπειρώνω; πυκνώνω (ряды и т. п.) -
6 сплачивать
сплачиватьнесов πυκνώνω, συσπειρώνω:\сплачивать ряды πυκνώνω τίς γραμμές. -
7 учащать
учащатьнесов1. πυκνώνω, ἐπιταχύνω, γρηγορεύω·2. (посещения и т. ἡ.) πυκνώνω, κάνω πιό συχνές. -
8 густить
гущу, густишь, ρ.δ.μ. πυκνώνω, συμπυκνώνω. || πήζω.πυκνώνω, -ομαι, συμπυκνώνομαι, πήζω, πηχτώνω. -
9 загустить
-ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загущенный, βρ: -щен, -щена, -щеюρ.σ.μ.πηχτώνω. || πυκνώνω.πηχτώνω. || πυκνώνω. -
10 концентрировать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. концентрированный, βρ: -ван, -а, -о ρ.δ. μ.1. συγκεντρώνω, μαζεύω•концентрировать войска συγκεντρώνω στρατεύματα•
концентрировать внимание συγκετρώνω την προσοχή.
2. (χημ.) πυκνώνω•раствор πυκνώνω το διάλυμα.
3. (ορυκτ.) εμπλουτίζω.1. συγκεντρώνομαι.2. πυκνώνομαι.3. εμπλουτίζομαι. -
11 множить
-жу, -жишьρ.δ.μ.1. (μαθ.) πολλαπλασιάζω,2. αυξαίνω, πληθαίνω πυκνώνω•множить ряды πυκνώνω τις γραμμές,
1. πολλαπλασιάζομαι.2. αυξαίνω, πληθαίνω, -ομαι. -
12 уплотнить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уплотнённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. συμπυκνώνω• συμπιέζω•уплотнить массу συμπυκνώνω τη μάζα.
|| κάνω κρουστό•уплотнить ткань κάνω το ύφασμα κρουστό.
2. συμπτύσσω, πυκνώνω-- ряды войск πυκνώνω τις τάξεις του στρατού. || κατοικίζω πυκνά, στενόχωρα, στριμώχνω.3. (για χρόνο) συντομεύω, περιορίζω•уплотнить сроки жатвы συντομεύω τα όρια του θερισμού.
1. συμπυκνώνομαι, γίνομαι συμπαγής, συμπιέζομαι. || γίνομαι κρουστός.2. συμπτύσσομαι, πυκνώνομαι.3. στριμώχνομαι.4. (για χρόνο) συντομεύομαι• στενεύω. -
13 концентрировать
1. (собирать, сосредоточивать) συγκεντρώνω 2. хим. (συμ)πυκνώνω 3. горн. εμπλουτίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > концентрировать
-
14 раствор
1. (однородная смесь с равномерным распределением одного вещества в среде другого) το διάλυματο μείγμαвыпадать из - а κατακάθομαι από το -, κατακρημνίζομαι από το -, образовывать - δημιουργώ -крепкий - ισχυρό -, συμπυκνωμένο -начальный - хим. αρχικό -пропитывающий - (противогнилостный) - συντήρησης, αντισηπτικό -строительный - το κονίαμα, η λάσπη οικοδομήςтравильный мет. - καθαρισμού (εμβάπτισης)травящий полигр. - χάραξηςфизиологический - мед. о ορός2. (расстояние между точками, элементами устройства и т п.) το άνοιγμα· - антенны - της κεραίας- ράουλωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раствор
-
15 густеть
густетьнесов πυκνώνω, (συμ)πυκνοῦ-μαι (о тумане, дыме и т. п.)Ι πυκνοῦ-μαι, πήζω (о жидкости). -
16 концентрировать
концентрироватьнесов1. (сосредоточивать) συγκεντρώνω:\концентрировать внимание συγκεντρώνω τήν προσοχή·2. хим. (συμ-) πυκνώνω. -
17 ряд
рядλ1. ἡ σειρά, ἡ ἀράδα, ὁ στοίχος, ἡ γραμμή:\ряд домов ἡ σειρά σπιτιών \ряд гор ἡ ὁροσειρά· \ряд сту́льев μιά σειρά καθισμάτων в первом \ряду́ στήν πρώτη σειρά· построиться в \ряды τάσσομαι στη γραμμή, συντάσσομαι, μπαίνω στή γραμμή· идти \ряда́ми βαδίζω στοιχηδόν, βαδίζω σέ γραμμές· сплотить \ряды συσφίγγω τίς γραμμές· сомкну́ть \ряды! воен. πυκνώνω τίς γραμμές!·2. (серия) ἡ σειρά/ ὁ ἀριθμός (некоторое число)·3. \ряды мн. (состав, среда) ἡ γραμμή, ἡ τάξη:в \ряда́х армии στίς γραμμές τοῦ στρατοῦ, είς τάς τάξεις τοῦ στρατοῦ·4. \ряды мн. (лавки):овощи́ые \ряды τά λαχανάδικα· рыбные \ряды τά ψαράδικα· ◊ из ряда вон выходящий ἐξαίρετος, ἀσυνείθιστος· ставить в один \ряд βάζω στήν ἰδια σειρά, βάζω στήν ἰδια μοίρα -
18 сгущать
сгущ||а́тьнесов πυκνώνω, συμπυκνώνω-◊ \сгущать краски ὑπερβάλλω, τά παραλέω. -
19 сгущаться
сгущ||а́тьсяσυμπυκνώνομαι / πήζω (превращаться в сгусток) / перен πυκνώνω. -
20 смыкать
смык||атьнесов:\смыкать глаза κλείνω τά μάτια· сон \смыкатьает веки τά μάτια μου σφα-λοῦν ἀπ' τήν νύστα· не \смыкать глаз δέν κλείνω μάτι· \смыкать ряды πυκνώνω τίς γραμμές.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πυκνώνω — πυκνώνω, πύκνωσα, (σπάν.) πυκνωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πυκνώνω — πυκνῶ, όω, ΝΜΑ [πυκνός] 1. καθιστώ κάτι πυκνό, προκαλώ μεγάλη προσέγγιση τών συστατικών, συμπυκνώνω («ὁ ἀτμὸς πυκνοῡται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.) 2. (σχετικά με πολλά και χωρισμένα μεταξύ τους πράγματα) φέρνω πολύ κοντά, συνωθώ (α.… … Dictionary of Greek
πυκνώνω — πύκνωσα, πυκνώθηκα, πυκνωμένος 1. μτβ., κάνω κάτι πυκνό, πιο συχνό: Πύκνωσα τις επισκέψεις μου στο σπίτι του. 2. αμτβ., γίνομαι πυκνός: Πυκνώστε περισσότερο να μας πάρει ο χώρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συστρέφω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυστρέφω Α [στρέφω] στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του, τό στρίβω αρχ. 1. (για ζώο) μαζεύομαι για να πηδήσω ή να επιτεθώ («συστρέφει ἑαυτὸν ὥσπερ θηρίον», Πλάτ.) 2. στρέφω κάτι απότομα 3. ενώνω, συνάπτω, συνδέω 4. συνάγω,… … Dictionary of Greek
καταπυκνώνω — (AM καταπυκνῶ, όω) πυκνώνω, συμπυκνώνω αρχ. 1. (με αιτ. ή δοτ.) γεμίζω κάτι τελείως με κάποιο πράγμα 2. περιορίζω σε μικρή περιοχή, συμπτύσσω, συμπιέζω 3. μουσ. συμπληρώνω τα διαστήματα μουσικής κλίμακας 4. παθ. καταπυκνοῡμαι, όομαι α) είμαι… … Dictionary of Greek
πεπυκνωμένως — Α επίρρ. με πυκνό τρόπο, συμπυκνωμένα («ὁ ψαλμὸς οὗτος νόμον καὶ ἐντολὰς καὶ... κρίματα καὶ μαρτύρια πεπυκνωμένως διαγορεύει», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπυκνωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού πυκνώνω] … Dictionary of Greek
πυκνωτής — ο, Ν 1. αυτός που πυκνώνει κάτι 2. (ηλεκτρολ.) σύστημα δύο αγωγών ή οπλισμών οι οποίοι διαχωρίζονται με μονωτικό υλικό, σύστημα ικανό να συσσωρεύει ηλεκτρικά φορτία αντίθετου προσήμου στους δύο οπλισμούς του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνώνω, απόδοση στην… … Dictionary of Greek
πυκνωτός — ή, ό, Ν [πυκνώνω] πυκνός … Dictionary of Greek
συγκλείω — ΝΜΑ, και ιων. τ. συγκληΐω και αττ. τ. ξυγκλῄω Α [κλείω / κλῄω] κλείνω μαζί αρχ. 1. κλείνω μέσα, περικλείω («αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στήθος», Αριστοτ.) 2. περιλαμβάνω («συγκλείειν θεούς τῇ ὕλη», Πλούτ.) 3. αποκλείω, φράζω («[ἡ πολεμία] ξυνέκληε … Dictionary of Greek
συμπτύσσω — ΝΜΑ περιστέλλω, συμμαζεύω, διπλώνω (α. «συμπτύσσω τα ιστία» β. «εὐρυνομένη βραχὺ και συμπτυσσομένη πάλιν», Νικ. Χων.) νεοελλ. 1. (σχετικά με παράταξη) ελαττώνω την έκταση, πυκνώνω τις γραμμές («συμπτυχθείτε» πυκνώστε τους ζυγούς) 2. στρ. (μέσ.… … Dictionary of Greek
συμφράσσω — ΜΑ μέσ. συμφράσσομαι συνωμοτώ («συμφραξάμενοι ἅπαντες καθαιροῡσί γε αὐτὸν τῆς ἀρχῆς καὶ εἰς τὸ τῆς Λήθης ἐμβάλλουσι φρούριον», Αγαθ.) αρχ. 1. (ιδίως σχετικά με στράτευμα) συμπυκνώνω, πυκνώνω τη διάταξη 2. φράζω ολόγυρα, περικλείω («λιθοειδεῑ… … Dictionary of Greek