-
1 πτωχίστερος
πτωχίστερος, irr. comp. zu πτωχός, w. m. s.
-
2 πτωχιστερος
-
3 πτωχίστερος
πτωχίστεροςmasc nom sg -
4 πτωχίστερος
A v. πτωχός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτωχίστερος
-
5 πτωχίστερον
πτωχίστεροςmasc acc sgπτωχίστεροςneut nom /voc /acc sg -
6 πτωχιστέρου
πτωχίστεροςmasc /neut gen sg -
7 πτωχός
πτωχός, ή, όν, auch 2 Endgn, Soph. (s. unten), bettelarm, gew. subst., der Bettler, eigtl. (von πτώσσω) der sich duckt od. bückt; Od. 14, 400. 17, 366 u. öfter; Hes. O. 26; Her. 3, 14; auch πτωχὸς ἀνήρ, ein Bettelmann, Od. 21, 327; sie stehen wie die ξένοι unter dem Schutze des Zeus, 6, 208. 14, 58. 17, 475; ἀγύρτρια πτωχὸς τάλαινα, Aesch. Ag. 1247; πτωχὸς ἀντὶ πλουσίου, Soph. O. R. 455, u. öfter, der auch πτωχῷ διαίτῃ O. C. 755 vrbdt, erbetteltes Brot; πτωχοὺς παῖδας, Eur. Med. 515; u. in Prosa, z. B. Ggstz von πλούσιος Plat. Theaet. 175 a. – Adv., Babr. 55, 2. – Neben dem regelmäßigen compar. u. superl., den erst Spätere haben, πτωχότατος, Pallad. 113 (X, 50), auch πτωχίστερος, Ar. Ach. 400.
-
8 πτωχός
A beggar, Od. 14.400, 18.1, Hdt.3.14, etc.; , cf. 17.475;πτωχὸς πτωχῷ φθονέει Hes.Op.26
;π. ἀνὴρ ἀλαλήμενος ἐλθών Od.21.327
;π. καὶ ἀλήμονες ἄνδρες 19.74
;πτωχοὺς ἀλᾶσθαι E.Med. 515
;πτωχοῦ βίος ζῆν ἐστιν μηδὲν ἔχοντα, τοῦ δὲ πένητος ζῆν φειδόμενον Ar.Pl. 552
: prov.,πτωχοῦ πήρη οὐ πίμπλαται Call.Fr. 360
: πτωχή beggar-woman, Ath.10.453a (so πτωχός (fem.), S.OC 444);χήρα πτωχή Ev.Marc.12.42
.2 metaph.,οἱ π. τῷ πνεύματι Ev.Matt.5.3
, cf. Ev.Luc.6.20.II as Adj., beggarly,πτωχῷ διαίτῃ S.OC 751
;π. στοιχεῖα Ep.Gal.4.9
: c. gen., beggared of, poor in, [πηγὴ] π. νυμφῶν AP9.258
(Antiphan.).2 [comp] Comp.πτωχότερος Timocl.6.10
; prov., π. κίγκλου 'as poor as a church mouse', Men.221; irreg.πτωχίστερος Ar.Ach. 425
: [comp] Sup.πτωχότατος AP10.50
(Pall.).3 Adv. - χῶς poorly, scantily,ἠροτρία π. μέν, ἀλλ' ἀναγκαίως Babr.55.2
.
См. также в других словарях:
πτωχίστερος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωχίστερος — έρα, ον, Α ο φτωχότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + κατάλ. ίστερος τών ανώμαλων συγκριτικών (πρβλ. βλακ ίστερος)] … Dictionary of Greek
πτωχίστερον — πτωχίστερος masc acc sg πτωχίστερος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωχιστέρου — πτωχίστερος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… … Dictionary of Greek