Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πτωχίστερος

См. также в других словарях:

  • πτωχίστερος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχίστερος — έρα, ον, Α ο φτωχότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + κατάλ. ίστερος τών ανώμαλων συγκριτικών (πρβλ. βλακ ίστερος)] …   Dictionary of Greek

  • πτωχίστερον — πτωχίστερος masc acc sg πτωχίστερος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχιστέρου — πτωχίστερος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»