-
1 πλούσιος
πλούσιος, ία, ιον (πλοῦτος; Hes., Hdt.+)① pert. to having an abundance of earthly possessions that exceeds normal experience, rich, wealthy, ἦν Ἰωακεὶμ πλ. σφόδρα GJs 1:1 (Sus 4 Theod.); ἄνθρωπος πλ. a rich man (i.e. one who does not need to work for a living) Mt 27:57; Lk 12:16; cp. 16:1, 19 (here, in P75, the rich man’s name is given as Νευης, q.v. as a separate entry); 18:23; 19:2. γείτονες πλ. wealthy neighbors 14:12.—Subst. ὁ πλ. the rich man (oft. in contrast to the poor; cp. TestAbr A 19 p. 101, 20, [Stone p. 50; opp. πένης, who must work for a living].—S. PFurfey, CBQ 5, ’43, 241–63) Lk 16:21f; Js 1:10f; 1 Cl 13:1 (Jer 9:22); 38:2; Hs 2:5–7 (vs. 4 εἰς πτωχὸν καὶ πλούσιον the art. is omitted after the prep.). Pl. οἱ πλ. (Menand., Cith. Fgm. 1, 1 Kö. [=Fgm. 281, 1]) Lk 6:24; 21:1; 1 Ti 6:17; Js 2:6; 5:1; Rv 6:15; 13:16; 1 Cl 16:10 (Is 53:9); Hs 2:8; 9, 20, 1f. Without the art. πλούσιος a rich man Mt 19:23f; Mk 10:25; Lk 18:25 (cp. Sextus 193 χαλεπόν ἐστιν πλουτοῦντα σωθῆναι; s. also Pla., Laws 5, 743a). Pl. Mk 12:41; B 20:2; D 5:2.—Of the preexistent Christ διʼ ὑμᾶς ἐπτώχευσεν πλούσιος ὤν for your sake he became penniless, though he was rich 2 Cor 8:9 (here the emphasis on wealth vs. poverty relates esp. to status, cp. Phil 2:6–11; some place the pass. in 2 below; opp. Demosth 18, 131).② pert. to being plentifully supplied with someth., abound (in), rich (in), fig. ext. of 1 (Menand., Fgm. 936 Kö. and EpArist 15 πλουσία ψυχή; PsSol 5:14 δόμα … πλούσιον; CIG IV, 9688, 4f τέκνα) rich ἔν τινι in someth. of God ἐν ἐλέει Eph 2:4; of humans ἐν πίστει Js 2:5. πλ. τῷ πνεύματι (analogous, but not in contrast to πτωχὸς τῷ πνεύματι Mt 5:3) rich in spirit (paralleling ἁπλοῦ τῇ καρδία) B 19:2. Abs., of those who are rich in a transcendent sense Rv 2:9; 3:17; cp. (ἡ ἔντευξίς ἐστιν) πλουσία πρὸς κυρίον Hs 2:6. ἀπὸ τοῦ πλουσίου τῆς ἀγάπης κυρίου from the Lord, who is rich in love B 1:3 (on the text which, perhaps, is damaged, s. Windisch, Hdb. ad loc.). The text is also uncertain in vs. 2, where μεγάλων ὄντων καὶ πλουσίων τῶν τοῦ θεοῦ δικαιωμάτων εἰς ὑμᾶς is prob. to be rendered: since the righteous deeds of God toward you are great and generous. For 2 Cor 8:9 s. 1 above.—For lit. s. under πλοῦτος, πτωχός.—DELG s.v. πλοῦτος. M-M. EDNT. TW. -
2 πλούσιος
A wealthy, opulent, opp. πένης, πενιχρός, Hes.Op.22, h.Merc. 171, Thgn. 621, etc.;πτωχὸς ἀντὶ πλουσίου S.OT 455
;ἐμοὶ πένης.. πλουσίου μᾶλλον ξένος E.El. 395
;μέγα π. Hdt.1.32
; πλουσίῳ χαίρειν γένει in his rich and lordly race, S.OT 1070: prov., .2 c. gen. rei, rich in a thing, ὁ δαίμων δ' ἐς ἐμὲ πλούσιος ;π. οὐ χρυσίου, ἀλλ' οὗ δεῖ τὸν εὐδαίμονα πλουτεῖν Pl. R. 521a
;-ώτερος εἰς τὸ γῆρας.. φρονήσεως Id.Plt. 261e
.3 c. dat.,π. τοῖς ἀχρήστοις καὶ περιττοῖς Plu.Cat.Ma.18
;εἴκοσι μύξαις π... λύχνος Call.Epigr.56
;π. ἐν ἐλέει Ep.Eph.2.4
.II of things,σοὶ δὲ π. τράπεζα κείσθω
richly furnished,S.
El. 361; ample, abundant,κτερίσματα E.Tr. 1249
;ὕδωρ Id.Fr.316.3
: [comp] Sup., . Adv.-ίως, ἱρὸν π. κατεσκευασμένον ἀναθήμασι Id.2.44
;π. ταφήσεται E.Alc.56
;κοίτας.. π. σεσαγμένας Eup.76
, cf. Ph.2.400, etc.;νέον π. ἐπικηρυκευόμενον Aristaenet.2.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλούσιος
-
3 πλούσιος
πλούσιος, reich, begütert; Hes. op. 22; Ggstz πτωχός, Soph. O. R. 455, wie Plat. Theaet. 175 a; πένης, Eur. El. 395, wie Plat. prot. 319 d; vgl. Xen. Mem. 4, 2, 37 ff.; reich an Etwas, τινός, wie dives opum, κακῶν, Eur. Or. 394; πλουσιώτερος ἀναφανήσει φρονήσεως, Plat. Polit. 261 e; Xen. auch = vornehm. Uebh. reichlich, überflüssig, Sp. – Adv.; πλουσίως ϑάπτειν, Eur. Alc. 57; Her. 2, 44.
-
4 πλουσιος
31) богатыйπτωχὸς ἀντὴ πλουσίου Soph. — (он станет) нищим из богатого;
Μίδου πλουσιώτερος Plat. — богаче (самого) Мидаса2) перен. богатый, обильный, пышный(τράπεζα Soph.; κτερίσματα Eur.)
-
5 πλούσιος
πλούσιος, α, ον богатый -
6 πλούσιος
πλούσιοςwealthy: masc nom sg -
7 πλούσιος
-
8 πλούσιος
{прил., 28}богатый, обильный, изобилующий; как сущ. богач.Ссылки: Мф. 19:23, 24; 27:57; Мк. 10:25; 12:41; Лк. 6:24; 12:16; 14:12; 16:1, 19, 21, 22; 18:23, 25; 19:2; 21:1; 2Кор. 8:9; Еф. 2:4; 1Тим. 6:17; Иак. 1:10, 11; 2:5, 6; 5:1; Откр. 2:9; 3:17; 6:15; 13:16.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πλούσιος
-
9 πλούσιος
{прил., 28}богатый, обильный, изобилующий; как сущ. богач.Ссылки: Мф. 19:23, 24; 27:57; Мк. 10:25; 12:41; Лк. 6:24; 12:16; 14:12; 16:1, 19, 21, 22; 18:23, 25; 19:2; 21:1; 2Кор. 8:9; Еф. 2:4; 1Тим. 6:17; Иак. 1:10, 11; 2:5, 6; 5:1; Откр. 2:9; 3:17; 6:15; 13:16.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πλούσιος
-
10 πλούσιος
богатыйΠλούσιόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πλούσιος
-
11 Πλούσιός
БогатыйπλούσιοςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Πλούσιός
-
12 πλούσιος
-
13 πλούσιος
богатый, обильный, изобилующий; как сущ. богач.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πλούσιος
-
14 πλούσιος
3 богатый -
15 πλούσιος
[плусиос] εκ. богатый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πλούσιος
-
16 πλούσιος
-α,-ον + A 1-4-7-19-25=56 Gn 13,2; 1 Sm 2,10; 2 Sm 12,1.2.4πλουσιώτερον richer Wis 8,5 -
17 πλούσιος
[плусиос] επ богатый. -
18 πλούσιος
riche -
19 πλούσιος
1) bogaty przym.2) obfity przym.3) zamożny przym. -
20 πλούσιος
bohatý
См. также в других словарях:
πλούσιος — wealthy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούσιος — α, ο / πλούσιος, ία, ιον, ΝΜΑ, και πλούτιος Α 1. αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, εύπορος 2. αυτός που έχει σε μεγάλη αφθονία, σε πλησμονή, ένα πράγμα ή μια ιδιότητα (α. «οι ομορφιές τσ ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ … Dictionary of Greek
πλούσιος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει μεγάλη περιουσία, που έχει αφθονία ενός πράγματος ή μιας ιδιότητας: Τόπος πλούσιος σε ομορφιές. 2. άφθονος, πολυτελής: Πλούσια συγκομιδή. – Πλούσιος διάκοσμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλουσιώτερον — πλούσιος wealthy adverbial comp πλούσιος wealthy masc acc comp sg πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιωτάτων — πλούσιος wealthy fem gen superl pl πλούσιος wealthy masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιωτέραις — πλούσιος wealthy fem dat comp pl πλουσιωτέρᾱͅς , πλούσιος wealthy fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιωτέρων — πλούσιος wealthy fem gen comp pl πλούσιος wealthy masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιώτατα — πλούσιος wealthy adverbial superl πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιώτατον — πλούσιος wealthy masc acc superl sg πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσίω — πλούσιος wealthy masc/neut nom/voc/acc dual πλούσιος wealthy masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσίων — πλούσιος wealthy fem gen pl πλούσιος wealthy masc/neut gen pl πλουσιάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πλουσιάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)