Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πρός-κλισις

См. также в других словарях:

  • κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • κλισιόμετρο — το 1. τεχνολ. φορητό όργανο με το οποίο μετρούνται κατακόρυφες γωνίες 2. φρ. ναυτ. «κλισιόμετρο πλοίου» όργανο με το οποίο μετρείται η προς κάποια πλευρά κλίση τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clinometer < clino (πρβλ. κλίνη), τ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»