-
1 πρωτό-γονος
πρωτό-γονος, erstgeboren; ἄρνες, Il. 4, 102. 120. 23, 864; τελετά, Pind. Ol. 11, 51; zuerst eingerichtet, οἶκοι, Soph. Phil. 180, wo der Schol. εὐγενεῖς erkl., von der ersten, höchsten Geburt, von der edelsten Abkunft; ϑάλος, Eur. I. T. 209; φοίνιξ, Hec. 458; – mit verändertem Tone, πρωτογόνος, zuerst gebärend (?).
-
2 πρωτόγονος
A first-born, firstling, ἄρνες, ἔριφοι, Il.4.102, Hes.Op. 543; φοῖνιξ π. first-born, first-created, E.Hec. 458 (lyr.); τὰ π. LXXMi.7.1; of the tissues,= ὁμοιομερῆ, Pl. ap.Gal.4.773; of a child,π. θάλος E.IT 209
(lyr.);π. τῶν τέκνων IGRom.4.539
([place name] Cotiaeum); π. λόγος, υἱός, Ph.1.427, 308;ὄρχησις Luc. Salt.7
; of the τριάς (= 1+2), Adam.Vent.46.3 epith. of gods, Dam.Pr. 123 bis; so Πρωτογόνη, ἡ, name of Persephone, Paus. l.c.II parox. πρωτογόνος, ἡ, bringing forth first, implied by Poll.4.208.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτόγονος
-
3 πρωτόγονος
πρωτό - γονος: first - born, ἄρνες, ‘firstlings.’ (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πρωτόγονος
-
4 πρωτόγονος
πρωτό-γονος, erstgeboren; zuerst eingerichtet; οἶκοι = εὐγενεῖς, von der ersten, höchsten Geburt, von der edelsten Abkunft; mit verändertem Tone: πρωτογόνος, zuerst gebärend -
5 πρωτογονος
-
6 πρῶτος
Grammatical information: adj.Meaning: `foremost, first' (Il.).Other forms: Dor. Boeot. πρᾶτος.Compounds: As 1. member very productive, e.g. πρωτό-γονος `first-born' (ep. poet. Il.).Derivatives: 1. Superlative πρώτ-ιστα (adv.) `first of all', - ιστος (ep. poet. Il.), Dor. (Thera) πράτιστος `the very first' (Seiler Steigerungsformen 105). 2. πρωτ-εῖον n. `first prize, first rank' (Att.); - ειος `of the first rank'. 3. - εύω `to be first' (Att.) with the backformation πρωτεύς adjunct to λαός (Tim. Pers. 248; cf. Wil. ad loc.). Several shortnames, e.g. Πρωτ-εύς m. Seagod (Od. etc.; Bosshardt 128f.), - τέας, - τίων, Πρατ-ίνας, - ύλος etc. (Bechtel Hist. Personennamen 387). -- On Πρω-τεσί-λαος, - λεως (Il. etc.) s. Risch $ 71 a.Origin: IE [Indo-European] [814] XX [unknown]Etymology: As with the cardinals (cf. οἶος, εἷς and Kretschmer Einl. 10ff.) deviate also with the ordinals, a. even stronger, the expressions for the singular from one another. In Greek πρῶτος, πρᾶτος as innovation joined the sequence τρίτος, τέταρτος etc.; the initial syllable is explained in diff. ways. Most obvious is to compare, πρῶ-, πρᾶ-(τος) with Lith. pìr-mas, Skt. pū́r-va-, Av. paur-va- as representing a zero grade pr̥̄-, i.e. *pr̥H-; the variation πρω-: πρᾱ- can, if not old (Lejeune BSL 29, 117ff.), be explained as partial adaptation to πρό, πρότερος though it is not clear how this would have come about. DELG says that *pr̥H- can give both πρᾱ- and πρω-, but the first requires *pr̥h₂-, the second *pr̥h₃-, so the two cannot come from the same form. A basis *πρό-ατος, for πρῶτος possible, is not possible for πρᾶτος. Schwyzer 361 and 250 w. lit.; s. also on πρῳ̃ ρα and Pisani Ist. Lomb. 77, 563. Older lit. in Bq. Cf. Beekes Development 214f.Page in Frisk: 2,609-610Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πρῶτος
См. также в других словарях:
κακόγονος — κακόγονος, ον (Α) αυτός που έχει γεννηθεί για το κακό, για τη δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γονος (< γίγνομαι), πρβλ. παλαιό γονος, πρωτό γονος] … Dictionary of Greek
νεόγονος — νεόγονος, ον (Μ) ο νεογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. πρωτό γονος] … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek