Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τρίτος

См. также в других словарях:

  • τρίτος — third masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίτος — η, ο / τρίτος, η, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέρτος, θηλ. τέρτα και τερτία, Α 1. αυτός που κατέχει τη θέση μετά τον δεύτερο, ο τελευταίος από τους τρεις 2. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τρίτο(ν) (μετά το πρώτο[ν] και το δεύτερο[ν]) κατά τρίτο λόγο, σε τρίτη …   Dictionary of Greek

  • τρίτος — η, ο αριθμ. τακτ. 1. που είναι μετά το δεύτερο και μπροστά από τον τέταρτο, ο τελευταίος από τρεις. 2. το αρσ. ως ουσ., τρίτος, ο πρόσωπο ξένο και άσχετο με αυτούς που ενδιαφέρονται για κοινή τους υπόθεση: Θα λύσει τη διαφορά μας τρίτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τῶν δύο μαχομένων ὁ τρίτος πρῶτος. — См. Двое плюются, третий потешается …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Κάτω Τρίτος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 712 κάτ.) της Μυτιλήνης. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, 16 χλμ. Δ της πόλης της Μυτιλήνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευεργέτουλα του νομού Λέσβου …   Dictionary of Greek

  • τρίτα — τρίτος third neut nom/voc/acc pl τρίτᾱ , τρίτος third fem nom/voc/acc dual τρίτᾱ , τρίτος third fem nom/voc sg (doric aeolic) τρίτᾱ , τριτάω when three days old pres imperat act 2nd sg τρίτᾱ , τριτάω when three days old imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίται — τρίτος third fem nom/voc pl τρίτᾱͅ , τρίτος third fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίτον — τρίτος third masc acc sg τρίτος third neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίτω — τρίτος third masc/neut nom/voc/acc dual τρίτος third masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίτων — τρίτος third fem gen pl τρίτος third masc/neut gen pl τριτάω when three days old imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τριτάω when three days old imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίτως — τρίτος third adverbial τρίτος third masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»