-
1 πρωτοφανής
[протофанис] επ. увиденный впервые, (μεταφ.) ошарашивающий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρωτοφανής
-
2 невиданный
-
3 необыкновенный
необыкновенный ασυνήθιστος- εξαιρετικός, πρωτοφανής (исключительный)' \необыкновенный успех η μεγάλη (или εξαιρετική) επιτυχία* * *ασυνήθιστος; εξαιρετικός, πρωτοφανής ( исключительный)необыкнове́нный успе́х — η μεγάλη ( или εξαιρετική) επιτυχία
-
4 новинка
новинка ж о νεωτερισμός· η πρωτοφανής έκδοση (о книге)* * *жο νεωτερισμός; η πρωτοφανής έκδοση ( о книге) -
5 невиданный
неви́данн||ыйприл πρωτοφανής / ἀπαράμιλλος, ἐξαίρετος (исключительный)/ ἐκπληκτικός, καταπληκτικός (поразительный):\невиданныйая красавица καταπληκτική (или ἐξαίρετη) καλλονἤ \невиданный урожай ἡ πρωτοφανής ἐσοδεία· \невиданный успех ἡ πρωτάκουστη ἐπιτυχία. -
6 необыкновенный
необыкновенн||ыйприл ἀσυνήθης, ἀσυνήθιστος / ἐξαιρετικός, ἐξαίρετος, πρωτοφανής (исключительный)! ἰδιόρρυθμος, παράδοξος (странный):в §том нет ничего́ \необыкновенныйого σ' αὐτό δέν ὑπάρχει τίποτε τό ἐξαιρετικό· \необыкновенныйое легкомыслие ἡ πρωτοφανής ^επιπολαιότητα· \необыкновенныйой красоты Ιξωρετίκης ὀμορφιᾶς. -
7 неслыханный
неслыханн||ыйприл ἀνήκουστος, πρωτάκουστος, πρωτοφανής, ἄνευ προηγουμένου:\неслыханныйая вещь πρωτάκουστο πράγμα· \неслыханныйое преступление τό ἀνήκουστο Εγκλημα· \неслыханныйые жертвы οἱ ἀφάνταστες θυσίες· \неслыханный успέx ἡ πρωτοφανής ἐπιτυχία -
8 невиданный
επ.πρωτοφανής, πρωτοφάνερος, πρωτοείδωτος• θαυμάσιος, εξαίσιος•невиданный урожай πρωτοφανής σοδειά•
-ое зрелище πρωτοφανές θέαμα.
|| πρωτάκουστος, ανήκουστος•-ые ус-пхи πρωτάκουστες επιτυχίες.
|| μυστηριώδης, περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος, ασυνήθιστος. -
9 непревзойдённый
επ.ανυπέρβλητος, ανυπέρβατος, αξεπέρστος απαράμιλλος, άφθαστος•-ое древнегреческое искусство η άφθαστη αρχαιοελληνική Τέχνη.
|| πρωτοφανής, άνευ προηγουμένου, ανήκουστος•-ая жестокость πρωτοφανής σκληρότητα.
-
10 беспрецедентный
беспрецедентныйприл χωρίς προηγούμενο, ἀνευ προηγουμένου, πρωτοφανής. -
11 беспримерный
беспримерныйприл ἀπαράμιλλος, πρωτοφανής/έξαιρετικός (исключительный). -
12 небывалый
небывалыйприл πρωτοφανής, πρωτάκουστος, ἀνήκουστος. -
13 феноменальный
феномен||альныйприл1. филос. τοῦ φαινομένου·2. перен πρωτοφανής, καταπληκτικός:э́то \феноменальныйально εἶναι καταπληκτικό. -
14 рекордный
[ρεκόρντνυϊ] εκ. πρωτοφανής (σε επιτυχία) -
15 рекордный
[ρεκόρντνυϊ] επ πρωτοφανής (σε επιτυχία) -
16 беспрецедентный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноπρωτοφανής, άνευ προηγουμένου•беспрецедентный случай περίπτωση άνευ προηγουμένου.
-
17 беспримерный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноασύγκριτος, απαράμιλλος, πρωτοφανής•беспримерный подвиг гагарина το απαράμιλλο κατώρθωμα του Γκαγκάριν.
-
18 заморский
επ.1. παλ. υπερπόντιος, ξένος, αλλοδαπός, ξενοφερμένος•-ие гости υπερπόντιοι φιλοξενούμενοι.
|| εξωτερικός•-ие товары εμπορεύματα εξωτερικού.
2. παλ. πρωτοφανής, ασυνήθιστος, περίεργος, παράξενος. -
19 небывалый
επ.πρωτοφανής, ασυνήθιστος, ανήκουστος, άνευ προηγουμένου, πρωτοφάνερος, πρωτοείδωτος.(απλ.) αταξίδευτος. -
20 производить
ρ.δ.μ.1. βλ. произвести.2. ανάγω, αποδίδω την καταγωγή. || ερμηνεύω ετυμολογικά.εκφρ.свет не -ил – πρωτοειδω-τος, πρωτοφανής• πρωτάκουστος (από αρνητικής πλευράς).παράγομαι, γίνομαι, κατάγομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
Πρωτοφάνης — masc acc pl (attic epic doric) Πρωτοφάνης masc nom/voc pl (doric aeolic) Πρωτοφάνης masc nom sg Πρωτοφάνης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοφανής — appearing first masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, και πρωτοφάνερος, η, ο αυτός που για πρώτη φορά έγινε ή παρουσιάστηκε, φάνηκε, αλλ. πρωτόφαντος, καταπληκτικός: Πρωτοφανής τόλμη. – Πρωτοφανής αναίδεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτοφανής — ές, ΝΑ αυτός που εμφανίζεται, γίνεται ή συμβαίνει για πρώτη φορά νεοελλ. συνεκδ. καταπληκτικός, ασυνήθιστος, παράδοξος («πρωτοφανής θρασύτητα»). επίρρ... πρωτοφανώς / πρωτοφανῶς ΝΑ με πρωτοφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + φανής (< φαίνω/… … Dictionary of Greek
πρωτοφανῆ — πρωτοφανής appearing first neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πρωτοφανής appearing first masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πρωτοφανής appearing first masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοφανεῖ — πρωτοφανής appearing first masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πρωτοφανής appearing first masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοφανεῖς — πρωτοφανής appearing first masc/fem acc pl πρωτοφανής appearing first masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοφανές — πρωτοφανής appearing first masc/fem voc sg πρωτοφανής appearing first neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοφανέστατον — πρωτοφανής appearing first masc acc superl sg πρωτοφανής appearing first neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωτοφανῶν — Πρωτοφάνης masc gen pl (attic epic doric) Πρωτοφάνης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοφανῶν — πρωτοφανής appearing first masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)