Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

επιτυχία

  • 1 успех

    успех м η επιτυχία; желаю \успеха σας εύχομαι καλή επιτυχία; делать \успехи προοδεύω; пользоваться \успехом, иметь \успех έχω επιτυχία
    * * *
    м
    η επιτυχία

    жела́ю успе́ха — σας εύχομαι καλή επιτυχία

    де́лать успе́хи — προοδεύω

    по́льзоваться успе́хом, име́ть успе́х — έχω επιτυχία

    Русско-греческий словарь > успех

  • 2 удача

    удача ж η επιτυχία· желаю \удачаи καλή επιτυχία!, καλές επιτυχίες!
    * * *
    η επιτυχία

    жела́ю уда́чи — καλή επιτυχία!, καλές επιτυχίες!

    Русско-греческий словарь > удача

  • 3 удача

    θ.
    επιτυχία•

    на во всм удача παντού επιτυχία, σ όλα επιτυχία•

    желаю вамудачаи σας εύχομαι επιτυχία.

    Большой русско-греческий словарь > удача

  • 4 успех

    α.
    1. επιτυχία•

    -и и достижения επιτυχία και επιτεύξεις•

    полный успех διάνα.

    2. πλθ.βλ. успеваемость- пожелать ученикам хороших -ов εύχομαι στους μαθητές καλή πρόοδο.
    εκφρ.
    с -ом – με επιτυχία, επιτυχώς•
    без -а – χωρίς επιτυχία, ανεπιτυχώς.

    Большой русско-греческий словарь > успех

  • 5 удача

    уда́ч||а
    ж ἡ ἐπιτυχία, ἡ τύχη:
    большая \удача ἡ μεγάλη ἐπιτυχία· пожелать \удачаи εὐχομαι καλή ἐπιτυχία.

    Русско-новогреческий словарь > удача

  • 6 успех

    успе||х
    м
    1. ἡ ἐπιτυχία:
    добиться \успехха πετυχαίνω, ἐπιτυγχάνω· желаю вам \успехха σᾶς εὔχομαι καλήν ἐπιτυχίαν иметь \успех, пользоваться \успеххом ἔχω ἐπιτυχία· спектакль имел шу́мный \успех ἡ παράσταση ἔκάνε θόρυβο·
    2. \успеххи мн. (успеваемость) ἡ πρόοδος, ἡ προκοπή:
    делать \успеххи σημειώνω πρόοδον, προοδεύω· ◊ с тем же \успеххом ἄλλο τόσο θά μποροῦσες θαυμάσια· с \успеххом μέ ἐπιτυχία.

    Русско-новогреческий словарь > успех

  • 7 безуспешно

    безуспешно χωρίς αποτέλεσμα, χωρίς επιτυχία
    * * *
    χωρίς αποτέλεσμα, χωρίς επιτυχία

    Русско-греческий словарь > безуспешно

  • 8 иметь

    иметь в разн. знач. έχω* διαθέτω (располагать) \иметь пра во έχω το δικαίωμα \иметь успех έχω επιτυχία* \иметь значение έχω σημασία \иметь возможность μπορώ, έχω τη δυνατότητα \иметься безл.: имеется ... υπάρ χει... в магазине имеется в продаже ... στο κατάστημα υπάρχει..., το κατάστημα δια θέτει...
    * * *
    в разн. знач.
    έχω;·διαθέτω( располагать)

    име́ть пра́во — έχω το δικαίωμα

    име́ть успе́х — έχω επιτυχία

    име́ть значе́ние — έχω σημασία

    име́ть возмо́жность — μπορώ, έχω τη δυνατότητα

    Русско-греческий словарь > иметь

  • 9 необыкновенный

    необыкновенный ασυνήθιστος- εξαιρετικός, πρωτοφανής (исключительный)' \необыкновенный успех η μεγάλη (или εξαιρετική) επιτυχία
    * * *
    ασυνήθιστος; εξαιρετικός, πρωτοφανής ( исключительный)

    необыкнове́нный успе́х — η μεγάλη ( или εξαιρετική) επιτυχία

    Русско-греческий словарь > необыкновенный

  • 10 пользоваться

    пользоваться 1) μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ 2) (извлекать выгоду ) επωφελούμαι 3) (обладать чём-л.) απολαβαίνω, χαίρω* \пользоваться уважением χαίρω της εκτίμησης· \пользоваться доверием χαίρω της εμπιστοσύνης* \пользоваться успехом έχω επιτυχία
    * * *
    1) μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ
    2) ( извлекать выгоду) επωφελούμαι
    3) (обладать чем-л.) απολαβαίνω, χαίρω

    по́льзоваться уваже́нием — χαίρω της εκτίμησης

    по́льзоваться дове́рием — χαίρω της εμπιστοσύ νης

    по́льзоваться успе́хом — έχω επιτυχία

    Русско-греческий словарь > пользоваться

  • 11 пройти

    пройти 1) περνώ, διαβαίνω· \пройти мимо προσπερνώ· пройдите сюда, пожалуйста! περάστε εδώ, παρακαλώ! прошло два часа πέρασαν δυο ώρες· концерт прошёл удачно το κοντσέρτο είχε επιτυχία 2) (прекратиться) περνώ, παύω
    * * *
    1) περνώ, διαβαίνω

    пройти́ ми́мо — προσπερνώ

    пройди́те сюда́, пожа́луйста! — περάστε εδώ, παρακαλώ!

    прошло́ два часа́ — πέρασαν δυο ώρες

    конце́рт прошёл уда́чно — το κοντσέρτο είχε επιτυχία

    2) ( прекратиться) περνώ, παύω

    Русско-греческий словарь > пройти

  • 12 пух

    пух м το πούπουλο, το πτίλο ◇ ни \пух а ни перо! καλή επιτυχία!
    * * *
    м
    το πούπουλο, το πτίλο
    ••

    ни пуха ни пера́! — καλή επιτυχία!

    Русско-греческий словарь > пух

  • 13 тактический

    такт||и́ческий
    прил τακτικός, τής τακτικής:
    \тактическийи́ческий успех ἡ τακτική ἐπιτυχία, ἡ ἐπιτυχία τακτικής.

    Русско-новогреческий словарь > тактический

  • 14 венчать

    παθ. μτχ. παρλθ. χρ. венчанный, βρ: -чан, -а, -о и. παλ. венчанный, βρ: -чан, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. στέφω, ενθρονίζω.
    2. στεφανώνω με εκκλσ. τελετή, συζευγνύω.
    3. εκτελώ με επιτυχία•

    успех -ет мои старания επιτυχία στεφανώνει τις προσπάθειες μου.

    εκφρ.
    на царство – στέφω βασιλιά.
    στέφομαι, χρίζομαι• στεφανώνομαι κλπ. ρ. ενργ. φ.
    εκφρ.
    венчать на царство – στέφομαι τσάρος, βασιλιάς.

    Большой русско-греческий словарь > венчать

  • 15 сопутствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.
    1. συνοδεύω.
    2. μτφ. συμβαδίζω• ακολουθώ•

    ему во всм -ствует удача παντού τον ακολουθεί επιτυχία, σ όλα έχει επιτυχία.

    Большой русско-греческий словарь > сопутствовать

  • 16 благополучно

    благополу́ч||но
    нареч αίσια, αἰσίως, μέ ἐπιτυχία.

    Русско-новогреческий словарь > благополучно

  • 17 блестящий

    блестящий
    1. прич. от блестеть;
    2. прил λαμπρός, στιλπνός, φωτοβόλος, σπινθηροβόλος;
    3. прил перен λαμπρός, θαυμάσιος, περίφημος:
    \блестящий успех ἡ λαμπρή ἐπιτυχία.

    Русско-новогреческий словарь > блестящий

  • 18 блистательный

    блистательн||ый
    прил λαμπρός, ἐκ-παγλος, μεγαλοπρεπής, περίλαμπρος:
    \блистательный успех ἡ λαμπρή ἐπιτυχία; \блистательныйая красота ἡ ἐκπαγλη καλλονή.

    Русско-новогреческий словарь > блистательный

  • 19 голова

    голов||а
    ж
    1. прям., перен ἡ κεφαλή, τό κεφάλι:
    с непокрытой \головаой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· светлая \голова перен φωτεινός νοῦς, (ρωτεινό μυαλό· пустая \голова ὁ κουφιοκέφαλος, ὁ κουφιοκεφαλάκης· горячая \голова перен ὁ θερμόαιμος' с ясной \головао́й νηφάλια, μέ καθαρό μυαλό· кивать \головао́й κατανεύω·
    2. (единица счета скота) τό κεφάλί
    3. (руководитель, начальник) ὁ ἐπί κεφαλής, ἡ κεφαλή, ὁ ἀρχηγός:
    городской \голова ист. ὁ δήμαρχος, ὁ πρόεδρος τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου· ◊ \голова сахару ἕνα κεφάλι ζάχαρη· \голова идет кру́гом τά χάνω, σαστίζω· у него закружилась \голова ζαλίστηκε· у нее закружилась \голова от успеха ἀπό τήν ἐπιτυχία πήραν τά μυαλά της ἀέρα· с \головаы́ до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· валить с больной \головаы на здоровую φορτώνω τά σφάλματα μου σέ ἄλλον в первую голову πρίν ἀπ' ὅλα, πρώτιστα· мне пришло в голову μοῦ ήρθε στό μυαλό, μοῦ κατέβηκε· вбить (или забрать) себе в голову βάζω στό κεφάλι μου, βάζω στό νοῦ μου· выкинуть из \головаы βγάζω ἀπ'τό νοῦ μου· разбить на голову συντρίβω ὁλοκληρωτικά, τσακίζω κατακέφαλα· терять голову χάνω τά λογικά μου· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου νά· вскружить голову кому́-л. ξεμυαλίζω κάποιον· морочить кому́-л. голову ζαλίζω, σκοτίζω, τσατίζω κάποιον забивать кому́-л. голову φουσκώνω τά μυαλά κάποιού намылить кому́-л. го́лоиу βάζω γερή κατσάδα σέ κάποιον голову даю на отсечение что... κόβω τό κεφάλι μου πώς...· повесить голову χάνω τό θάρρος μου· сложить голову σκοτώνομαι στή μάχη, δίνω τή ζωή μου· на свою голову στήν καμπούρα μου, ἀπάνω μου1 сломя голову πολύ γρήγορα· очертя голову μέσ' τά ὅλα, ριψοκινδυνεύοντας τά πάντα· иметь голову на плечах εἶμαι στά λογικά μου, εἶμαι στά καλά μου· вино́ ударило ему́ в голову τό κρασί τον χτύπησε στό κεφάλι· как снег на голову (появиться, свалиться) ἐξαφνα, ξαφνικά, ἀναπάντεχα· снявши голову по волосам не плачут погов. ὁ βρεγμένος τή βροχή δέν τή φοβάται· окунуться (или уйти) с \головао́й во что́-л. ρίχνομαι μέ τά μούτρα· быть \головао́й выше кого́-л. στέκομαι ἕνα κεφάλι πιό ψηλά ἀπό κάποιον ручаться \головао́й ἐγγυώμαι προσωπικά, βάζω τό κεφάλι μου· отвечать \головао́й εἶμαι ὑπεύθυνος μέ τή ζωή μου· поплатиться \головаой πληρώνω μέ τή ζωή μου,· πληρώνω μέ τό κεφάλι μου· рисковать \головао́й παίζω τό κεφάλι μου, ριψοκινδυνεύω τή ζωή μου· выдать себя с \головао́й ξεσκεπάζομαι, ἀποκαλύπτομαι· биться \головао́й о стен(к)у χτυπιέμαι, χτυπῶ τό κεφάλι μου στον τοίχο· в \головаах στό προσκέφαλο· сколько голов, столько умо́в погов. ὁ καθένας μέ τό χαβᾶ του.

    Русско-новогреческий словарь > голова

  • 20 дешевый

    дешев||ый
    прил
    1. φτηνός, εὐθηνός / χαμηλός (о ценах)·
    2. перен χυδαίος, φτηνός:
    \дешевыйая острота τό φτηνό ἀστείο· \дешевый успех ἡ φτηνή ἐπιτυχία.

    Русско-новогреческий словарь > дешевый

См. также в других словарях:

  • ἐπιτυχία — ἐπιτυχίᾱ , ἐπιτυχία luck fem nom/voc/acc dual ἐπιτυχίᾱ , ἐπιτυχία luck fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτυχίᾳ — ἐπιτυχίᾱͅ , ἐπιτυχία luck fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτυχία — η (AM ἐπιτυχία) [επιτυχής] αίσια και ευτυχής έκβαση, ευδοκίμηση, ευόδωση, τελεσφόρηση (α. «επιτυχία στις εξετάσεις» β. «τὴν ἐν ταῑς μάχαις ἐπιτυχίαν», Πολ.) μσν. σύνοδος, συνάντηση, σχέση («τὸ διακαὲς τοῡ πόθου τῇ ἐλπίδι τῆς ἐπιτυχίας… …   Dictionary of Greek

  • επιτυχία — η 1. αίσια έκβαση, ευόδωση, ευδοκίμηση. 2. επίτευξη, πραγμάτωση, εκτέλεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιτυχίας — ἐπιτυχίᾱς , ἐπιτυχία luck fem acc pl ἐπιτυχίᾱς , ἐπιτυχία luck fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτυχίαι — ἐπιτυχίᾱͅ , ἐπιτυχία luck fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτυχίαν — ἐπιτυχίᾱν , ἐπιτυχία luck fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτυχιῶν — ἐπιτυχία luck fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτυχίαις — ἐπιτυχία luck fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτυχίην — ἐπιτυχία luck fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτυχίης — ἐπιτυχία luck fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»