-
1 προκαταλυω
предварительно прекращать, (за)ранее отменять (sc. τοὺς κοινούς νόμους Thuc.; τὸν πλοῦν Dem.)τέν ἔχθρην προκαταλυσάμενοι Her. — прекратив до этого (взаимную) вражду;
π. τοῦ ἔργου τὸν βίον Plut. — окончить жизнь до завершения работы
См. также в других словарях:
προκαταργώ — έω, Α καταργώ, καταπαύω κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταργῶ (Ι) «καταλύω, ακυρώνω»] … Dictionary of Greek