-
1 προκαταλυω
предварительно прекращать, (за)ранее отменять (sc. τοὺς κοινούς νόμους Thuc.; τὸν πλοῦν Dem.)τέν ἔχθρην προκαταλυσάμενοι Her. — прекратив до этого (взаимную) вражду;
π. τοῦ ἔργου τὸν βίον Plut. — окончить жизнь до завершения работы
См. также в других словарях:
προκαταλύω — Α [καταλύω] 1. καταλύω, καταργώ κάτι εκ τών προτέρων («ἐν ἄλλων τιμωρίαις προκαταλύειν τοὺς νόμους», Θουκ.) 2. παρακωλύω, εμποδίζω («εἰ μέτριος εἴη ὁ πυρετὸς ὥστε μὴ προκαταλῡσαι τὴν δύναμιν τοῡ νοσοῡντος», Γαλ.) 3. αναπαύομαι προηγουμένως 4. μέσ … Dictionary of Greek
προκαταλυόντων — προκαταλύω break up pres part act masc/neut gen pl (epic) προκαταλύω break up pres imperat act 3rd pl (epic) προκαταλῡόντων , προκαταλύω break up pres part act masc/neut gen pl προκαταλῡόντων , προκαταλύω break up pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταλύει — προκαταλύω break up pres ind mp 2nd sg (epic) προκαταλύω break up pres ind act 3rd sg (epic) προκαταλύ̱ει , προκαταλύω break up pres ind mp 2nd sg προκαταλύ̱ει , προκαταλύω break up pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταλύουσιν — προκαταλύω break up pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προκαταλύω break up pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) προκαταλύ̱ουσιν , προκαταλύω break up pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταλύηται — προκαταλύω break up aor subj pass 3rd sg (epic) προκαταλύω break up pres subj mp 3rd sg (epic) προκαταλύ̱ηται , προκαταλύω break up pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταλύειν — προκαταλύω break up pres inf act (attic epic) προκαταλύ̱ειν , προκαταλύω break up pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταλύεσθαι — προκαταλύω break up pres inf mp (epic) προκαταλύ̱εσθαι , προκαταλύω break up pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταλύεται — προκαταλύω break up pres ind mp 3rd sg (epic) προκαταλύ̱εται , προκαταλύω break up pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταλύοντες — προκαταλύω break up pres part act masc nom/voc pl (epic) προκαταλύ̱οντες , προκαταλύω break up pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταλελύσθαι — προκαταλύω break up perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταλυθεῖσα — προκαταλύω break up aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)