-
1 προσπαθώ
[проспато] р. стараться, силиться,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προσπαθώ
-
2 добиваться
-
3 напрячь
напрячь εντείνω, προσπαθώ" \напрячь (все) силы βάζω ( όλα) τα δυνατά μου \напрячься σφίγγομαι, βάζω τα δυνατά μου* * *εντείνω, προσπαθώнапря́чь (все) си́лы — βάζω (όλα) τα δυνατά μου
-
4 пытаться
-
5 стараться
-
6 выпытывать
выпытыватьнесов (что-л. у кого-л.) προσπαθώ (или ἐπιζητώ, ἐπιδιώκω) νά μάθω:\выпытывать секрет προσπαθώ νά μάθω τό μυστικό. -
7 добиваться
добиватьсянесов προσπαθώ νά πετύχω, ἐπιδιώκω, ἐπιζητῶ:от него́ слова не добьешься δέν μπορείς νά τοῦ ἀποσπάσεις ὁὔτε λέξη· упорно \добиваться чего-л. ἐπιζητω ἐπίμονα νά κατορθώσω κάτι· \добиваться с трудом κατορθώνω κάτι μέ δυσκολία· \добиваться решения ἐπιδιώκω τήν λύση τοῦ ζητήματος· \добиваться своего́ προσπαθώ νά πετύχω τόν σκοπό μου. -
8 пытаться
пытатьсянесов ἐπιχειρώ, προσπαθώ. δοκιμάζω, ἀποπειρώμαι:\пытаться вспомнить что́-л. προσπαθώ νά θυμηθώ κάτι· \пытаться узнать что-л. ἐπιχειρώ νά μάθω. -
9 стараться
старатьсянесов προσπαθώ, πασχίζω (νά):\стараться изо всех сил προσπαθώ μέ ὅλες μου τίς δυνάμεις. -
10 ратовать
-тую, -туешь, προστκ. ратуй ρ.δ.1. παλ. • μάχομαι, πολεμώ.2. (γραπ. λόγος) αγωνίζομαι, παλεύω• προσπαθώ πολύ•ратовать за просвещение προσπαθώ για τη διαφώτιση•
ратовать за правду παλεύω για την αλήθεια•
ратовать за или против αγωνίζομαι υπέρ ή κατά.
-
11 пробовать
1. (испытывать) δοκιμάζω, ελέγχω 2. (пытаться) δοκιμάζω, προσπαθώ, αποπειρώμαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пробовать
-
12 стремиться
επιδιώκω, προσπαθώ, επιζητώ, αποσκοπώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стремиться
-
13 всячески
всяческ||инареч μέ κάθε τρόπο, μ' ὅλα τά δυνατά μέσα, παντοιοτρόπως, ποικιλοτρόπως:\всячески стараться καταβάλλω κάθε προσπάθεια, προσπαθώ μέ κάθε τρόπο. -
14 выслуживаться
выслуживатьсянесов, выслужиться сов разг (перед кем-л.) κολακεύω, προσπαθώ νά ἀποκτήσω τήν εὔνοια[ν]. -
15 допытываться
допытыватьсянесов ἐπιζητώ, προσπαθώ νά μάθω. -
16 заигрывать
заигрывать Iнесов разг1. (кокетничать) χαριεντίζομαι, ἐρωτοτροπώ, φλερτάρω·2. (заискивать) προσπαθώ ν' ἀποκτήσω τήν εὐνοια.заигрывать IIнесов разг1. (портить) φθείρω, τρίβω·2. (пьесу, нело-дию) παραπαίζω. -
17 зайскивать
зайскива||тьнесов (перед кем-л.) γαλιφίζω, κολακεύω, προσπαθώ νά ἀποκτήσω τήν εὔ-νοιαν. -
18 ломить
ломитьнесов1. λυγίζω κάτι, κοντεύω νά σπάσω κάτι·2. без λ. ἔχω κομμάρες:ло́мит кости πονοῦ τά κόκκαλα \ломитьси1. (гнуться под тяжестью) λυγίζω, κάμπτομαι·2. (стремиться проникнуть) χυμάω, προσπαθώ νά περάσω (μπῶ)· ◊ \ломиться в открытую дверь ἐκβιάζω ἀνοιχτή πόρτα -
19 напрасно
напрасн||о1. нареч μάταια, τοῦ κάκου, είς μάτην, ματαίως / ἀνώφελα (бесполезно)/ ἀδικα, ἀδίκως (несправедливо):\напрасно стараться τοῦ κάκου προσπαθώ· ее \напрасно обвиняли ἀδικα τήν κατηγορούσαν вы \напрасно так ду́маете δέν ἐχετε δίκηο πού σκέπ-τεσθε ἐτσι·2. предик безл:все было \напрасно ὀλα πήγαν ἄδικα. -
20 норовить
норовитьнесов разг προσπαθώ, ἀποβλέπω, ἔχω στό μάτι, σκοπεύω.
См. также в других словарях:
προσπαθώ — προσπαθῶ, έω, ΝΜΑ [προσπαθής] 1. εντείνω συγχρόνως τις σωματικές και τις πνευματικές μου δυνάμεις για την επίτευξη ενός σκοπού 2. δοκιμάζω, αποπειρώμαι («προσπάθησε να μέ κοροϊδέψει») μσν. αρχ. υφίσταμαι την επίδραση από την επαφή με κάτι,… … Dictionary of Greek
προσπαθώ — προσπαθώ, προσπάθησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσπαθώ — προσπάθησα, καταβάλλω κόπο για κάτι, δοκιμάζω, κάνω απόπειρα: Προσπάθησε να κρύψει το πρόσωπό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσπαθῶ — προσπᾱθῶ , προσπάω draw on aor subj pass 1st sg (attic epic doric aeolic) προσπαθέω feel passionate love for pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσπαθέω feel passionate love for pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπάθω — προσπάσχω experience in addition aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρνυμαι — ἄρνυμαι (Α) 1. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να διασώσω 2. αποκτώ, κερδίζω 3. (με κακή σημασία) παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ 4. εκλέγω, προτιμώ 5. μεταφέρω, ανέχομαι, σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ασθενής βαθμίδα αρχαίου ενεστώτα με επίθημα νυ , ο οποίος έχει άμεση… … Dictionary of Greek
δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια … Dictionary of Greek
αναγυρεύω — (Μ ἀναγυρεύω) 1. προσπαθώ να βρω, αναζητώ επίμονα 2. προσπαθώ να θυμηθώ 3. κάνω μνεία κάποιου που απουσιάζει, αναφέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γυρεύω. ΠΑΡ. αναγύρευση ( ις)] … Dictionary of Greek
δίζημαι — (Α) 1. αναζητώ ανάμεσα σε πολλούς 2. προσπαθώ, επιδιώκω 3. (με απαρμφ.) προσπαθώ να κάνω κάτι («βίαια δίζηνται λαβεῑν», Αισχ.) 4. ζητώ πληροφορίες, εξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αθέματο ενεστώτα με αναδιπλασιασμό που προέρχεται από αρχικό τ.… … Dictionary of Greek
δημαγωγώ — (AM δημαγωγῶ, έω) [δημαγωγός] είμαι δημαγωγός, εξασφαλίζω την εύνοια τού λαού με απατηλά μέσα αρχ. 1. είμαι ηγέτης τού δήμου, τού λαού 2. προσπαθώ να αποκτήσω την εύνοια κάποιου, σαγηνεύω κάποιον εκμεταλλευόμενος τα πάθη του («ἀλλ ἦ δημαγωγεῑ… … Dictionary of Greek
διαπειρώμαι — διαπειρῶμαι ( άομαι) (Α) [πειρώμαι] 1. δοκιμάζω κάποιον ή κάτι 2. προσπαθώ, επιχειρώ με επιμονή 3. προσπαθώ να δωροδοκήσω 4. γνωρίζω καλά, έχω πείρα σε κάτι … Dictionary of Greek