Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προς-ερείδω

См. также в других словарях:

  • προσκατερείδεται — πρός , κατά ἐρείδω cause to lean pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσερείδω — ΝΜΑ ακουμπώ, στηρίζω κάτι επάνω σε κάτι άλλο («προσήρεισαν τὰς κλίμακας ἀσφαλῶς» Πλούτ.) μσν. αρχ. 1. σπρώχνω με ορμή κάτι, μπήγω κάτι («τὰς λόγχας προσερείσαντες ἐξεκέντησαν», Πολ.) 2. στερεώνομαι, εφαρμόζομαι στερεά («πρὸ τοῡ γε τὴν ἐπιδορατίδα …   Dictionary of Greek

  • προσκατερείδομαι — Α πιέζομαι προς τα κάτω ακόμη περισσότερο («προσκατερείδομαι πρὸς τὴν γῆν ὑπὸ τῆς χειρός», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κατ(α) * + ἐρείδω «στηρίζω, ωθώ»] …   Dictionary of Greek

  • έρεισμα — το (AM ἔρεισμα) [ερείδω] 1. υποστήριγμα, ακουμπιστήρι, αποκούμπι 2. μτφ. α) αυτό στο οποίο βασίζεται κάποιος («Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾱναι») β) (για ανθρώπους) αυτός ο οποίος παρέχει εγγυήσεις ασφαλείας, το στήριγμα, ο στύλος, ο προστάτης… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»