Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προηγμένος

См. также в других словарях:

  • προηγμένος — προάγω lead forward perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηγμένος — η, ο / προηγμένος, η, ον, ΝΑ βλ. προάγω …   Dictionary of Greek

  • πολιτίζω — Ν 1. μεταδίδω σε κάποιον τον πολιτισμό, εκπολιτίζω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πολιτισμένος, η, ο α) ο προηγμένος στον πολιτισμό («οι πολιτισμένοι λαοί») β) αυτός που έχει καλούς τρόπους και φιλελεύθερες αντιλήψεις, ο προηγμένος κοινωνικά 3. (το ουδ …   Dictionary of Greek

  • προάγω — ΝΜΑ [άγω] 1. οδηγώ κάποιον προς τα εμπρός, προπορευόμενος οδηγώ κάποιον κάπου («καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὅν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς», ΚΔ) 2. ενεργώ ώστε να προοδεύσει κάποιος ή κάτι, να βελτιωθεί, να αναπτυχθεί (α. «χρέος μας είναι να… …   Dictionary of Greek

  • προάγομαι — προάγομαι, (προάχθηκα), προηγμένος βλ. πίν. 136 Σημειώσεις: προάγομαι : η μτχ. προηγμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που βρίσκεται σε ψηλό επίπεδο ανάπτυξης, π.χ. προηγμένη τεχνολογία) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πολιτισμένος — η, ο 1. ο προηγμένος στον πολιτισμό: Πολιτισμένες χώρες. 2. αυτός που έχει καλούς τρόπους, κοινωνική συμπεριφορά, ο κοινωνικά προηγμένος: Οι τρόποι του δείχνουν πολιτισμένο άνθρωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • εξελιγμένος — και εξειλιγμένος, η, ο (AM έξειλιγμένος) ξεδιπλωμένος νεοελλ. 1. αυτός που έχει υποστεί εξέλιξη, ο προηγμένος πολιτιστικά 2. μαθημ. το θηλ. ως ουσ. η εξειλιγμένη εξειλιγμένη μιας δοθείσας καμπύλης είναι μια νέα καμπύλη η οποία μπορεί να θεωρηθεί… …   Dictionary of Greek

  • ορεοπίθηκος — (oreopithecus). Γένος ανθρωποειδών πρωτενόντων ζώων, που έχουν εκλείψει. Απολιθωμένα λείψανα τους βρέθηκαν σε λιγνιτοφόρα στρώματα της βινδομπονίου βαθμίδας στο βουνό Μπάμπολι και στο Μπατσινέλο της επαρχίας Γκροσέτο της Τοσκάνης. Ύστερα από… …   Dictionary of Greek

  • Γιουκατάν — (Yucatan). Χερσόνησος (180.000 τ. χλμ.) της Κεντρικής Αμερικής, που αποτελείται από τις μεξικανικές πολιτείες του Γ. και Καμπέτσε και την περιοχή Κιντάνα Ρόο, μαζί με τμήματα της Ονδούρας και της Γουατεμάλας. Αποτελείται από σχεδόν οριζόντια… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»