-
1 προαγωνιστης
-
2 προαγωνιστής
προαγωνιστήςone who fights for: masc nom sg -
3 προαγωνιστής
A one who fights for another, champion, Str. 16.4.25, Ph.2.312, 542, Luc.Salt.14, Jul.Or.2.87a;π. τῆς δημοκρατίας Poll.4.34
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαγωνιστής
-
4 προαγωνιστής
προ-αγωνιστής, ὁ, Vorkämpfer; Verfechter, Verteidiger -
5 προαγωνισταί
προαγωνιστήςone who fights for: masc nom /voc pl -
6 προαγωνιστήν
προαγωνιστήςone who fights for: masc acc sg (attic epic ionic) -
7 προαγωνιστά
προαγωνιστά̱, προαγωνιστήςone who fights for: masc nom /voc /acc dualπροαγωνιστήςone who fights for: masc voc sgπροαγωνιστήςone who fights for: masc nom sg (epic) -
8 προαγωνιστάς
προαγωνιστά̱ς, προαγωνιστήςone who fights for: masc acc plπροαγωνιστά̱ς, προαγωνιστήςone who fights for: masc nom sg (epic doric aeolic) -
9 προς-αγωνιστής
προς-αγωνιστής, ὁ, s. προαγωνιστής, zw.
-
10 προαγωνιστή
-
11 προαγωνιστῇ
-
12 προαγωνισταίς
-
13 προαγωνισταῖς
-
14 προαγωνιστών
-
15 προαγωνιστῶν
-
16 προορχηστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προορχηστήρ
См. также в других словарях:
προαγωνιστής — one who fights for masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωνιστής — ο, ΝΑ [προαγωνίζομαι] αυτός που αγωνίζεται για κάτι ή αυτός που αγωνίζεται πριν από κάποιον, υπέρμαχος, πρόμαχος (α. «ὧν ἡ μὲν τοὺς μάχιμους ἔχει καὶ προαγωνιστὰς ἁπάντων», Στράβ. β. «προαγωνιστὴς τῆς δημοκρατίας», Πολυδ.) νεοελλ. αυτός που… … Dictionary of Greek
προαγωνισταῖς — προαγωνιστής one who fights for masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωνισταί — προαγωνιστής one who fights for masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωνιστῇ — προαγωνιστής one who fights for masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωνιστήν — προαγωνιστής one who fights for masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωνιστῶν — προαγωνιστής one who fights for masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωνιστά — προαγωνιστά̱ , προαγωνιστής one who fights for masc nom/voc/acc dual προαγωνιστής one who fights for masc voc sg προαγωνιστής one who fights for masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωνιστάς — προαγωνιστά̱ς , προαγωνιστής one who fights for masc acc pl προαγωνιστά̱ς , προαγωνιστής one who fights for masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏ — (ի, ից.) NBH 2 0335 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c ա. ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏ ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏԻԿ ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏԻՉ. προαγωνιστής, προαγωνιδής, ἑναρχούμενος τοῦ πολέμου primus certator, propugnator. Նախամարտիկ. ախոյեան. յառաջակաց մարտիկ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏԻԿ — (տկի, կաց.) NBH 2 0335 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c ա. ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏ ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏԻԿ ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏԻՉ. προαγωνιστής , προαγωνιδής, ἑναρχούμενος τοῦ πολέμου primus certator, propugnator. Նախամարտիկ. ախոյեան. յառաջակաց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)