Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προαγωνιστής

См. также в других словарях:

  • προαγωνιστής — one who fights for masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιστής — ο, ΝΑ [προαγωνίζομαι] αυτός που αγωνίζεται για κάτι ή αυτός που αγωνίζεται πριν από κάποιον, υπέρμαχος, πρόμαχος (α. «ὧν ἡ μὲν τοὺς μάχιμους ἔχει καὶ προαγωνιστὰς ἁπάντων», Στράβ. β. «προαγωνιστὴς τῆς δημοκρατίας», Πολυδ.) νεοελλ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • προαγωνισταῖς — προαγωνιστής one who fights for masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνισταί — προαγωνιστής one who fights for masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιστῇ — προαγωνιστής one who fights for masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιστήν — προαγωνιστής one who fights for masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιστῶν — προαγωνιστής one who fights for masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιστά — προαγωνιστά̱ , προαγωνιστής one who fights for masc nom/voc/acc dual προαγωνιστής one who fights for masc voc sg προαγωνιστής one who fights for masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιστάς — προαγωνιστά̱ς , προαγωνιστής one who fights for masc acc pl προαγωνιστά̱ς , προαγωνιστής one who fights for masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏ — (ի, ից.) NBH 2 0335 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c ա. ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏ ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏԻԿ ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏԻՉ. προαγωνιστής, προαγωνιδής, ἑναρχούμενος τοῦ πολέμου primus certator, propugnator. Նախամարտիկ. ախոյեան. յառաջակաց մարտիկ,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏԻԿ — (տկի, կաց.) NBH 2 0335 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c ա. ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏ ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏԻԿ ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏԻՉ. προαγωνιστής , προαγωνιδής, ἑναρχούμενος τοῦ πολέμου primus certator, propugnator. Նախամարտիկ. ախոյեան. յառաջակաց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»