-
1 προαγωνιστης
См. также в других словарях:
προαγωνιστής — one who fights for masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωνιστής — ο, ΝΑ [προαγωνίζομαι] αυτός που αγωνίζεται για κάτι ή αυτός που αγωνίζεται πριν από κάποιον, υπέρμαχος, πρόμαχος (α. «ὧν ἡ μὲν τοὺς μάχιμους ἔχει καὶ προαγωνιστὰς ἁπάντων», Στράβ. β. «προαγωνιστὴς τῆς δημοκρατίας», Πολυδ.) νεοελλ. αυτός που… … Dictionary of Greek
προαγωνισταῖς — προαγωνιστής one who fights for masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωνισταί — προαγωνιστής one who fights for masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωνιστῇ — προαγωνιστής one who fights for masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωνιστήν — προαγωνιστής one who fights for masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωνιστῶν — προαγωνιστής one who fights for masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωνιστά — προαγωνιστά̱ , προαγωνιστής one who fights for masc nom/voc/acc dual προαγωνιστής one who fights for masc voc sg προαγωνιστής one who fights for masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωνιστάς — προαγωνιστά̱ς , προαγωνιστής one who fights for masc acc pl προαγωνιστά̱ς , προαγωνιστής one who fights for masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏ — (ի, ից.) NBH 2 0335 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c ա. ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏ ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏԻԿ ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏԻՉ. προαγωνιστής, προαγωνιδής, ἑναρχούμενος τοῦ πολέμου primus certator, propugnator. Նախամարտիկ. ախոյեան. յառաջակաց մարտիկ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏԻԿ — (տկի, կաց.) NBH 2 0335 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c ա. ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏ ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏԻԿ ՅԱՌԱՋԱՄԱՐՏԻՉ. προαγωνιστής , προαγωνιδής, ἑναρχούμενος τοῦ πολέμου primus certator, propugnator. Նախամարտիկ. ախոյեան. յառաջակաց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)