-
21 ποίμνην
ποίμνηflock: fem acc sg (attic epic ionic) -
22 ποίμνα
ποίμνᾱ, ποίμνηflock: fem nom /voc /acc dualποίμνᾱ, ποίμνηflock: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
23 ποίμνας
ποίμνᾱς, ποίμνηflock: fem acc plποίμνᾱς, ποίμνηflock: fem gen sg (doric aeolic) -
24 ποίμνιον
ποίμνιον, τό, syne. statt π οιμένιον, = ποίμνη, 1) weidende Heerde, bes. Schaafheerde; Soph. O. R. 761. 1028; Eur. Rhes. 270 u. öfter; Her. 2, 2. 3, 65; Plat. Rep. III, 416 a u. öfter; auch ποίμνια καὶ πρόβατα, Legg. III, 694 e. – 2) einzelnes Stück Heerdenvieh, Schaef. Long. p. 327. 369.
-
25 δεσμῶτις
-
26 κατασκευαζω
тж. med.1) снаряжать, оснащать(τὸ πλοῖον πᾶσι Dem.; τριήρεις ἐπὴ τὸν πόλεμον Plut.)
2) снабжать, украшать(σκηνέ χρυσῷ τε καὴ ἀργύρῳ κατεσκευασμένη Her.; ἵππους χαλκοῖς προβλήμασι Xen.)
ἱρὸν ἀναθήμασι κατεσκευασμένον Her. — храм, богатый подношениями3) снабжать средствами защиты, укреплять(τέν Ἄντανδρον Thuc.)
4) снаряжать, собирать (в дорогу), готовить(τινὰ ἐπὴ στρατιάν Xen.; κατασκευάζεσθαι ναυμαχίαν Thuc.)
5) (тж. κ. τοῖς σκεύεσιν Diog.L.) оборудовать, обставлять(οἶκον πρεπόντως Arst.; οἰκίαν Diog.L.)
6) готовить, седлать или навьючивать(τοὺς ὄνους Her.)
7) воздвигать, сооружать, строить(γέφυραν Her.; ἱερὰ καὴ βωμούς Plat.)
8) перен. строить, создавать(ἕτερόν τι γένος ἀριθμῶν, ἰδέας Arst.)
τὸ ἀνασκευάζειν ἐστὴ τοῦ κ. ῥᾷον Arst. — легче отвергнуть (доказательство), чем построить9) приводить в порядок, благоустраивать(χώραν Xen.; πόλιν, γυμνάσια Plat.; τέν ὁδόν τινος NT.)
10) устанавливать, учреждать, вводить(δημοκρατίαν Xen., Arst., Plut.; ἰσότητα τῆς οὐσίας Plat.; τὸ ἀρχεῖον ἐν ταῖς ὁλιγαρχίαις Arst.)
11) назначать, ставить(τύραννον, ἡγεμόνα ἐν ἑκάστῃ ποίμνῃ Arst.)
12) устраивать(συμπόσιον, συνέδριον Plat.)
κατασκευάσασθαι πρόσοδον οὐ μικράν Dem. — обеспечить себе немалый доход13) воспитывать, обучать, готовить(τοὺς ἵππους εἰς ἱππέας Xen.; λαὸς κατεσκευασμένος NT.)
ἀριστερὰ δεξιῶν ἀσθενέστερα κ. Plat. — развивать левые руки слабее, чем правые14) делать (кого-л. кем-л. или что-л. чем-л.)(Γοργίαν Νέστορά τινα κ. Plat.)
κ. τι ἐπισφαλέστερον Dem. — ослаблять что-л.;κατασκευάσαι πρὸς ἑαυτὸν εὖ τὸν ἀκροατήν Arst. — располагать слушателя в свою пользу15) придумывать, выдумывать(πρόφασιν Xen.; χρέα ψευδῆ, γραφήν Dem.)
16) подговаривать или подкупать(κατασκευαστοὴ ἄνδρες Arst.)
-
27 κεροεις
-
28 ποίμναι
-
29 ποῖμναι
-
30 ποιμνάν
-
31 ποιμνᾶν
-
32 ποιμνών
-
33 ποιμνῶν
-
34 ποίμναι
ποίμνᾱͅ, ποίμνηflock: fem dat sg (doric aeolic) -
35 ποίμναν
ποίμνᾱν, ποίμνηflock: fem acc sg (doric aeolic) -
36 ποίμνησι
-
37 ποίμνῃσι
-
38 ποίμνησιν
-
39 ποίμνῃσιν
-
40 4167
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4167
См. также в других словарях:
ποίμνη — flock fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίμνῃ — ποίμνη flock fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίμνη — Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 45 μ.) στην πρώην επαρχία Ξάνθης, του ομώνυμου νομού. * * * η, ΝΜΑ 1. πλήθος βοσκημάτων, κυρίως προβάτων, τα οποία επιβλέπει ο ποιμένας, ποίμνιο, κοπάδι 2. εκκλ. το σύνολο τών πιστών στον Χριστό αρχ. 1. αγέλη ζώων 2 … Dictionary of Greek
ποίμνη — η βλ. ποίμνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποίμνηι — ποίμνῃ , ποίμνη flock fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμνᾶν — ποίμνη flock fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμνῶν — ποίμνη flock fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποῖμναι — ποίμνη flock fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίμναιν — ποίμνη flock fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίμναις — ποίμνη flock fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίμναισι — ποίμνη flock fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)