Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ποίμνη

  • 1 Flock

    subs.
    Of wool: P. and V. κταγμα, τό (Plat.), V. μαλλός, ὁ, λάχνη, ἡ, Ar. and V. κρόκη, ἡ.
    Flock of sheep: P. and V. ποίμνη, ἡ, ποίμνιον, τό, βοσκήματα, τά, V. νομεύματα, τά, Ar. and V. μῆλα, τά, βοτά, τά.
    Flock of birds: V. ἑσμός, ὁ, κῶμος, ὁ.
    ——————
    v. intrans.
    Collect: P. and V. συνέρχεσθαι, ἀθροίζεσθαι, συναθροίζεσθαι, συλλέγεσθαι.
    Flock around: P. περικεχύσθαι (dat.) (Plat.) (perf. pass. of περιχεῖν), περιρρεῖν (acc.) (Plat.).
    Flock-master subs. See Shepherd.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Flock

  • 2 Sheep

    subs.
    Ar. and P. πρόβατον, τό (rare sing.), Ar. and V. οἶς, ὁ or ἡ, βοτόν, τό.
    Flock of sheep: P. and V. ποίμνη, ἡ, ποίμνιον, τό, βοσκήματα, τά, V. νομεύματα, τά, Ar. and V. μῆλα, τά, βοτά, τά.
    Of sheep, adj.: V. μήλειος.
    Sacrifice sheep, v.: Ar. and V. μηλοσφαγεῖν.
    Sheep dog: V. κύων βοτήρ, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sheep

См. также в других словарях:

  • ποίμνη — flock fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίμνῃ — ποίμνη flock fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίμνη — Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 45 μ.) στην πρώην επαρχία Ξάνθης, του ομώνυμου νομού. * * * η, ΝΜΑ 1. πλήθος βοσκημάτων, κυρίως προβάτων, τα οποία επιβλέπει ο ποιμένας, ποίμνιο, κοπάδι 2. εκκλ. το σύνολο τών πιστών στον Χριστό αρχ. 1. αγέλη ζώων 2 …   Dictionary of Greek

  • ποίμνη — η βλ. ποίμνιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποίμνηι — ποίμνῃ , ποίμνη flock fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμνᾶν — ποίμνη flock fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμνῶν — ποίμνη flock fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποῖμναι — ποίμνη flock fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίμναιν — ποίμνη flock fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίμναις — ποίμνη flock fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίμναισι — ποίμνη flock fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»