-
1 ποίμνη
ποίμνηflock: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ποίμνηflock: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ποίμνη
ποίμνη, ης, ἡ (ποιμήν; Hom. et al.; PAmh 127, 39; Gen 32:17; TestGad 1:3; TestJos 19:5, 6 [A]; Jos., Ant. 6, 295) flock, esp. of sheep (Diod S 4, 26, 2 ποίμνας προβάτων; 5, 65, 2; 20, 8, 4) Lk 2:8; 1 Cor 9:7b. ποιμαίνειν ποίμνην vs. 7a.—In imagery: w. ref. to Jesus’ disciples Mt 26:31; B 5:12 (both=Zech 13:7 A); to the church and to Jesus as its head μία ποίμνη εἷς ποιμήν J 10:16 (Maximus Tyr. 35, 2g ἐν ἀγέλῃ μιᾷ ὑπὸ ποιμένι ἑνί; Philo, Agr. 51 God as ποιμήν leads the whole world as ποίμνη).—DELG s.v. ποιμήν. M-M. TW. -
3 ποίμνη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ποίμνη
-
4 ποίμνῃ
Βλ. λ. ποίμνη -
5 ποίμνη
ποίμν-η, ἡ,A flock, Od.9.122; prop. of sheep,βουκολίας ἀγέλας τε καὶ αἰπόλια πλατἔ αἰγῶν ποίμνας τ' είροπόκων ὀΐων Hes.Th. 446
;τά τε αἰπόλια καὶ τὰς π. καὶ τὰ βουκόλια Hdt.1.126
, cf. A.Pr. 653, Pl.R. 415e, etc.: generally,ποῖμναι κάπρων λεόντων τε Pi.Fr. 238
; of a single animal, χρυσεόμαλλος π., of the ram with golden fleece, E.El. 725 (lyr.), cf. Antiph.52.4. -
6 ποίμνη
-ης + ἡ N 1 2-0-0-0-0=2 Gn 32,17(bis) -
7 ποίμνηι
ποίμνῃ, ποίμνηflock: fem dat sg (attic epic ionic) -
8 ποίμνης
-
9 ποίμναιν
ποίμνηflock: fem gen /dat dual -
10 ποίμναις
ποίμνηflock: fem dat pl -
11 ποίμναισι
ποίμνηflock: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
12 ποίμναισιν
ποίμνηflock: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
13 ποίμνην
ποίμνηflock: fem acc sg (attic epic ionic) -
14 ποίμνα
ποίμνᾱ, ποίμνηflock: fem nom /voc /acc dualποίμνᾱ, ποίμνηflock: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
15 ποίμνας
ποίμνᾱς, ποίμνηflock: fem acc plποίμνᾱς, ποίμνηflock: fem gen sg (doric aeolic) -
16 ποίμναι
-
17 ποῖμναι
-
18 ποιμνάν
-
19 ποιμνᾶν
-
20 ποιμνών
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ποίμνη — flock fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίμνῃ — ποίμνη flock fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίμνη — Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 45 μ.) στην πρώην επαρχία Ξάνθης, του ομώνυμου νομού. * * * η, ΝΜΑ 1. πλήθος βοσκημάτων, κυρίως προβάτων, τα οποία επιβλέπει ο ποιμένας, ποίμνιο, κοπάδι 2. εκκλ. το σύνολο τών πιστών στον Χριστό αρχ. 1. αγέλη ζώων 2 … Dictionary of Greek
ποίμνη — η βλ. ποίμνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποίμνηι — ποίμνῃ , ποίμνη flock fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμνᾶν — ποίμνη flock fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμνῶν — ποίμνη flock fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποῖμναι — ποίμνη flock fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίμναιν — ποίμνη flock fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίμναις — ποίμνη flock fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίμναισι — ποίμνη flock fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)