Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πονόεις

См. также в других словарях:

  • πονόεις — εσσα, εν, Α [πόνος] κοπιώδης, κοπιαστικός …   Dictionary of Greek

  • πονόεντα — πονόεις toilsome neut nom/voc/acc pl πονόεις toilsome masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»