Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πολύ

  • 121 занимать

    занимать I
    несов (брать взаймы) δανείζομαι, παίρνω δανεικά.
    занима||ть II
    несов
    1. καταλαμβάνω, πιάνω, κρατώ:
    \занимать много места πιάνω πολύ τόπο· \занимать квартиру из трех комнат κρατῶ διαμέρισμα μέ τρία δωμάτια· \занимать первое место (на соревнованиях и т. п.) παίρνω (или καταλαμβάνω) τήν πρώτη θέση· \заниматьйте места! καταλάβατε τίς θέσεις!·
    2. (завоевывать) καταλαμβάνω, παίρνω, κυριεύω:
    \занимать город за городом κυριεύω τή μιά πόλη μετά τήν ἄλλη·
    3. (интересозать) ἀπασχολώ:
    эта мысль меня очень \заниматьет αὐτή ἡ σκέψη μέ ἀπασχολεί πολύ·
    4. (развлекать) διασκεδάζω κάποιον:
    \занимать гостей διασκεδάζω τους μουσαφίρηδες· ◊ у меня дух \заниматьет, когда... μου κόβεται (или πιάνεται) ἡ ἀνασα, ὀταν...

    Русско-новогреческий словарь > занимать

  • 122 зиачительно

    зиачи́тельн||о
    нареч
    1. σημαντικά [-ῶς], (κατά)πολύ:
    \зиачительно дороже (κατά)πολύ ἀκριβότερα· его́ здоровье \зиачительно улу́чшилось ἡ ὑγεία του βελτιώθηκε σημαντικά·
    2. (выразительно) μέ σημασία, ἐμφαντικά, ἐκφραστικά:
    \зиачительно посмотреть κυττάζω μέ βλέμμα γεμᾶτο σημασία.

    Русско-новогреческий словарь > зиачительно

  • 123 крайие

    крайи||е
    нареч πάρα πολύ, ἄκρως, είς ἄκρον, ὑπερβολικά:
    \крайие важно πάρα πολύ σοβαρό.

    Русско-новогреческий словарь > крайие

  • 124 малосольный

    малосольн||ый
    прил μέ λίγο ἀλάτι, ὄχι πολύ ἀλμυρός:
    \малосольныйые огурцы τά ἀγγουράκια τουρσί ὄχι πολύ ἀλμυρά.

    Русско-новогреческий словарь > малосольный

  • 125 набежать

    набежа||ть
    сов см. набегать 1, 2· \набежатьло много народу μαζεύτηκε πολύ πλήθος· \набежатьло много воды μαζεύτηκε πολύ νερό.

    Русско-новогреческий словарь > набежать

  • 126 надолго

    надолго
    нареч γιά πολύ καιρό:
    он ал \надолго ἐφυγε γιά πολύ καιρό.

    Русско-новогреческий словарь > надолго

  • 127 находиться

    нахо||ди́ться I
    несов
    1. (обнаруживаться) βρίσκομαι, εὐρίσκομαι, ἀνευρίσκομαι:
    находятся желающие... βρίσκονται πολλοί πού ἐπιθυμοῦν...·
    2. (не растеряться) δέν τά χάνω, δέν χάνομαι, δέν σαστίζω, διατηρώ τήν ψυχραιμία μου:
    я не \находитьсяжу́сь, что ответить δέν ξέρω πῶς νά ἀπαντήσω·
    3. (быть расположенным) βρίσκομαι, είμαι, κεΐμαι:
    школа находится за углом τό σχολείο βρίσκεται στή γωνία·
    4. (пребывать) είμαι, βρίσκομαι:
    \находиться в отпуску́ εἶμαι σέ ἀδεια· \находиться под подозрением θεωρούμαι ὑποπτος· \находиться под судом εἶμαι ὑπόδικος.
    находиться II
    сов (много ходить) περπατώ πολύ, βαδίζω πολύ / ξεποδαριάζομαι (устать).

    Русско-новогреческий словарь > находиться

  • 128 недолго

    недолго
    нареч
    1. λίγο καιρό, σύντομα, συντόμως:
    она жила \недолго δέν Εζησε πολύ καιρό· \недолго ду́мая χωρίς νά πολυ-σκεφθεί, μετά ἀπό σύντομη σκέψη·
    2. (легко) разг:
    в такую погоду \недолго и простудиться μέ τέτοιο καιρό εὐκολα μπορείς νά κρυολογήσεις.

    Русско-новогреческий словарь > недолго

См. также в других словарях:

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολύ — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύ — Ν επίρρ. βλ. πολύς …   Dictionary of Greek

  • πολύ — πολύς many neut nom/voc/acc sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ(πο)σφάκτης — ο, Α ο πολυποξύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπος (άλλος τ. τού πολύπους, οδός) + σφάκτης (< σφάζω), πρβλ. εμβρυο σφάκτης] …   Dictionary of Greek

  • αιθάλη — Πολύ λεπτή μαύρη σκόνη από σχεδόν καθαρό άνθρακα, που ανήκει στην κατηγορία των τεχνητών ανθράκων. Α. δημιουργείται όταν γίνεται ατελής καύση πολλών οργανικών σωμάτων, όπως βενζόλιο, ρητίνη, λίπη, έλαια, πίσσα κλπ. Βιομηχανικά παρασκευάζεται με… …   Dictionary of Greek

  • συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει …   Dictionary of Greek

  • ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… …   Dictionary of Greek

  • Полифагия — (πολύ много и φαγιειν есть) болезненно усиленный позыв на пищу, наблюдается при некоторых нервных расстройствах, душевных болезнях и при мочеизнурении сахарном и несахарном …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Полихолия — (πολυ много и χολη желчь) усиленная выработка желчи, зависит исключительно от усиленной деятельности печени (Minkowski и Nadnyn, Fleischl). При этом не все составные части желчи вырабатываются одинаково обильно: иногда наблюдается преимущественно …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • επιπεφυκώς — Πολύ λεπτός, διάφανος βλεννογόνος που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων καθώς και την μπροστινή επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού, στο ασπράδι του ματιού μέχρι το όριο του κερατοειδούς. Η φλεγμονή του ε. ονομάζεται επιπεφυκίτιδα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»