-
101 рад
рад: очень \рад! χαίρω πολύ! \рад вас видеть χαίρομαι που σας βλέπω* * *о́чень рад! — χαίρω πολύ!
рад вас ви́деть — χαίρομαι που σας βλέπω
-
102 разница
разница ж η διαφορά* большая \разница (υπάρχει) μεγάλη- διαφορά, πολύ διαφέρει ◇ какая \разница? τι αλλάζει;* * *жη διαφοράбольша́я ра́зница — (υπάρχει) μεγάλη διαφορά, πολύ διαφέρει
••кака́я ра́зница? — τι αλλάζει
-
103 рано
рано 1. (ε)νωρίς· \рано утром πολύ πρωί 2. предик, είναι νωρίς· ещё \рано είναι νωρίς ακόμα* * *1.2. предик.ра́но у́тром — πολύ πρωί
ещё ра́но — είναι νωρίς ακόμα
-
104 совершенно
совершенно τελείως, εντελώς; ολότελα (полностью) καθόλου (при отрицании)' \совершенно верно! πολύ σωστά! вы \совершенно правы έχετε απόλυτα δίκ(α)ιο; вы \совершенно не правы δεν έχετε καθόλου δίκ(α)ιο* * *τελείως, εντελώς; ολότελα ( полностью); καθόλου ( при отрицании)соверше́нно ве́рно! — πολύ σωστά!
вы соверше́нно пра́вы — έχετε απόλυτα δίκ(α)ιο
вы соверше́нно не-пра́вы — δεν έχετε καθόλου δίκ(α)ιο
-
105 сожалеть
сожалеть λυπούμαι· συμπονώ (сочувствовать)' я очень \сожалетью, что... λυπούμαι πολύ που...* * *λυπούμαι; συμπονώ ( сочувствовать)я о́чень сожале́ю, что... — λυπούμαι πολύ που...
-
106 спасибо
-
107 так
так 1) (таким образом) έτσι, μ'αυτό τον τρόπο 2) -(настолько) τόσο; \так много τόσο πολύ 3) (утверждение) έτσι ◇ так себе έτσι κι έτσι· \так как γιατί, διότι, επειδή* * *1) ( таким образом) έτσι, μ’αυτό τον τρόπο2) ( настолько) τόσοтак мно́го — τόσο πολύ
3) ( утверждение) έτσι••та́к себе — έτσι κι έτσι
так как — γιατί, διότι, επειδή
-
108 удовольствие
удовольствие с η ευχαρίστηση; с большим \удовольствием πολύ ευχαρίστως* * *сс больши́м удово́льствием — πολύ ευχαρίστως
-
109 утро
утро с το πρωί, το πρωινό (чаще мн.)· ранним \утром πολύ πρωί, πρωί πρωί* в девять часов утра στις εννέα το πρωί' по утрам κάθε πρωί, τα πρωινά ◇ доброе \утро!, с добрым \утром! καλημέρα!* * *сτο πρωί, το πρωινό (чаще мн.)ра́нним у́тром — πολύ πρωί, πρωί πρωί
в де́вять часо́в утра́ — στις εννέα το πρωί
по утра́м — κάθε πρωί, τα πρωινά
••до́брое у́тро!, с до́брым у́тром! — καλημέρα!
-
110 хорошо
хорошо 1. нареч. καλά; я себя чувствую αισθάνομαι καλά" \хорошо играть παίζω καλά 2. предик.: мне \хорошо είμαι καλά· Очень \хорошо! πολύ καλά!* * *1. нареч.я хорошо́ себя́ чу́вствую — αισθάνομαι καλά
2. предик.хорошо́ игра́ть — παίζω καλά
мне хорошо́ — είμαι καλά
о́чень хорошо́! — πολύ καλά!
-
111 хотеть
хотеть θέλω, επιθυμώ; чего вы хотите? τι θέλετε; я хотел бы пойти...θα ήθελα πολύ να πηγαίνω...· как хотите όπως θέλετε, όπως επιθυμείτε \хотеться безл.: мне (не) хочется... (δεν) θέλω να...· мне хотелось бы... θα ήθελα να...* * *θέλω, επιθυμώчего́ вы хоти́те? — τι θέλετε
я хоте́л бы пойти́… — θα ήθελα πολύ να πηγαίνω…
как хоти́те — όπως θέλετε, όπως επιθυμείτε
-
112 чересчур
-
113 больно
больно I1. нареч ἀλγεινά [-ῶς]/ σκληρά, ἄγρια, ἀγρίως (жестоко):\больно ударить χτυπῶ δυνατά; \больно обидеть πειράζω (или προσβάλλω) πολύ;2. предик безл:\больно πονεϊ, πονάει; мне \больно πονῶ.больно IIнареч (очень) разг πολύ:\больно много ты говоришь λες πολλά λόγια. -
114 больше
больше1. прил (сравнит, ст. от большой) μεγαλύτερος;2. нареч (сравнит, ст. от много) περισσότερο[ν], πιό πολύ, πλέον:как можно \больше ὅσο τό δυνατό περισσότερο;3. нареч (в отриц. предлож.) ἀλλο, πιά, πλέον:\больше не могу́ δέν μπορῶ ἀλλο, δέν βαστῶ πιά; \больше чем когда бы то ни было περισσότερο ἀπό κάθε ἀλλη φορά; ◊ ни \больше ни меньше ὁὔτε λίγο ὁϋτε πολύ. -
115 вплотную
вплотнуюнареч1. (к кому-л., к чему-л.) πολύ πλησίον, πολύ κοντά, ἐγγύτατα, δίπλα, κολλητά:\вплотную друг к другу ὁ ἕνας κολλητά στον ἄλλο·2. перен разг στά σοβαρά, στά γεμάτα:подойти \вплотную к вопросу ἐξετάζω ἀπό κοντά τό ζήτημα. -
116 высокоразвитый
высокоразвитыйприл πολύ ἀνεπτυγμένος, πολύ προηγμένος. -
117 долгий
долг||ийприл1. μακρύς, μακρός:\долгийое молчание ἡ μακρά σιωπή· \долгийая жизнь ἡ μακρόχρονη ζωή· \долгийая зима ὁ μεγάλος χειμώνας· \долгийое время γιά πολύ καιρό, ἐπί πολύ·2. лингв.:\долгий гласный τό μακρόν φωνήεν \долгий слог ἡ μακρά συλλαβή· ◊ откладывать дело в \долгий ящик разг ἀναβάλλω κάποια ὑπόθεση ἐπ' ἀπειρον (или ἐπ' ἀόριστον)· это \долгийая песия разг εἶναι βαρετή ὑπόθεση. -
118 долго
долгонареч γιά πολύ (καιρό), ἐπί πολύ, ἐπί μακρόν χρόνον, πολλή ὠρα:это дело \долго тянется αὐτή ἡ δουλειά τραβά σέ μάκρος, αὐτή ἡ δουλειά παρατραβάει· ◊ \долго ли до беды τό κακό δέν ἀργεῖ νά ἔρθει. -
119 жаждать
жажд||атьнесов διψῶ/ ἐπιθυμώ πολύ, ποθώ (страстно желать):\жаждатьать встречи ἐπιθυμῶ πολύ νά συναντηθώ. -
120 заждаться
зажда́||тьсясов разг περιμένω πολύ ὠρα:я вас \заждатьсялся μέ κάνατε νά σᾶς περιμένω πολύ ὠρα.
См. также в других словарях:
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολύ — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύ — Ν επίρρ. βλ. πολύς … Dictionary of Greek
πολύ — πολύς many neut nom/voc/acc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ(πο)σφάκτης — ο, Α ο πολυποξύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπος (άλλος τ. τού πολύπους, οδός) + σφάκτης (< σφάζω), πρβλ. εμβρυο σφάκτης] … Dictionary of Greek
αιθάλη — Πολύ λεπτή μαύρη σκόνη από σχεδόν καθαρό άνθρακα, που ανήκει στην κατηγορία των τεχνητών ανθράκων. Α. δημιουργείται όταν γίνεται ατελής καύση πολλών οργανικών σωμάτων, όπως βενζόλιο, ρητίνη, λίπη, έλαια, πίσσα κλπ. Βιομηχανικά παρασκευάζεται με… … Dictionary of Greek
συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει … Dictionary of Greek
ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… … Dictionary of Greek
Полифагия — (πολύ много и φαγιειν есть) болезненно усиленный позыв на пищу, наблюдается при некоторых нервных расстройствах, душевных болезнях и при мочеизнурении сахарном и несахарном … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Полихолия — (πολυ много и χολη желчь) усиленная выработка желчи, зависит исключительно от усиленной деятельности печени (Minkowski и Nadnyn, Fleischl). При этом не все составные части желчи вырабатываются одинаково обильно: иногда наблюдается преимущественно … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
επιπεφυκώς — Πολύ λεπτός, διάφανος βλεννογόνος που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων καθώς και την μπροστινή επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού, στο ασπράδι του ματιού μέχρι το όριο του κερατοειδούς. Η φλεγμονή του ε. ονομάζεται επιπεφυκίτιδα και… … Dictionary of Greek