-
61 натопаться
ρ.σ.1. (πολύ, μακρόχρονα) ποδοκροτώ, χτυπώ τα πόδια (στο πάτωμα, στη γη).2. βαδίζω πολύ κουράζομαι.από το πολύ βάδισμα. -
62 нашагать
ρ.σ.μ. βηματίζω, βαδίζω πολύ.βηματίζω, βαδίζω πολύ ή μακρόχρονα• κουράζομαι από το πολύ βάδισμα,ξεποδαριάζομαι. -
63 несусветный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноκαταπληκτικός, απίστευτος, αφάνταστος, απίθανος. || αφόρητος, ανυπόφορος πολύ μεγάλος, πολύ δυνατός•-ая жара πολύ μεγάλος καύσονας.
-
64 огромный
επ., βρ: -мен, -мна, -мно (κυρλξ. κ. μτφ.)• τεράστιος, πελώριος, θεόρατος, πολύ μεγάλος ογκώδης•-ая скала πελώριος βράχος•
-ое влияние πολύ μεγάλη επίδραση•
-ое большинство πολύ μεγάλη πλειοψηφία•
человек -го роста πανύψηλος άνθρωπος.
-
65 переболеть
ρ.σ.1. αρρωσταίνω, ασθενώ•переболеть тифом αρρωσταίνω από τύφο.
|| μτφ. υποφέρω, πονώ.2. περνώ πολλές αρρώστειες. || (για όλους ή πολλούς) αρρωσταίνω•все дети -ли корью όλα τα παιδιά αρρώστησαν από ιλαρά.
εκφρ.переболеть сердцем – υποφέρω ψυχικά, καρδιο-σώνομαι, βασανίζεται η καρδιά μου (ανησυχώ πολύ, φοβούμαι υπερβολικά).-йтρ.σ. πονώ πολύ, έχω μεγάλο πόνο.εκφρ.душа -ла ή сердце -ло – ανησυχώ, φοβούμαι πάρα πολύ. -
66 петух
-а α.1. πετεινός, κόκορας. || το αρσενικό μερικών ορνιθοειδών.2. μτφ. καυγατζής, παλικαράς, νταής.3. το λάλημα των κοκοριών (αργά τη νύχτα ή πολύ πρωί)•сидеть до -ов κάθομαι ώσπου να λαλήσουν τα κοκόρια•
проговорить до вторых -ов κουβεντιάζω ώσπου να λαλήσουν τα κοκόρια δεύτερη φορά (ως πολύ πρωί)•
первые -и πρώτο λάλημα των κοκόριων•
вторые -и το δεύτερο (πρωινό) λάλημα των κοκόριων•
вставать с -ами σηκώνομαι πολύ πρωί (με το λάλημα των κοκόριων).
εκφρ.пустить (красного) -а – πυρπολώ•пустить -а – κάνω φάλτσο (λαρυγγισμό) κατά την υψιφωνια, φαλτσάρω. -
67 рань
-и θ.το πολύ πρωί•такая (этакая) рань τι τόσο πρωί•
куда ты такую рань собрался? για που τόσο πολύ πρωί ετοιμάστηκες;•
этакая, солнце ещё не взошло τόσο πολύ πρωί, ο ήλιος ακόμα δε βγήκε.
-
68 саженный
κ. сажённый, επ. της σάζενας. || πολύ μεγάλος, πολύ πλατύς, πολύ βαθύς. -
69 так
1. επίρ. έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο•так надо делать έτσι πρέπει να το κάνεις•
не говори έτσι να μη μιλάς•
именно так έτσι ακριβώς•
вот так надо работать να έτσι πρέπει να εργάζεσαι.
2. επίρ. τόσο•-я много ходил, что устал τόσο πολύ βάδισα, που κουράστηκα.
|| επίρ. τότε, σε τέτοια περίπτωση•я тебя не хочу слушать. так уходи δε θέλω να σε ακούω. так Τότε, φεύγα.
3. επίρ. χωρίς συνέπειες, ατιμώρητα•так это не пройдт έτσι αυτό δε θα περάσει.
4. επίρ. χωρίς απώτερο σκοπό•я сказал просто так εγώ έτσι απλώς το είπα.
5. χωρίς εφαρμογή μέσων, καταβολή προσπαθειών κλπ. болезнь так не пройдёт η άρρωστεια έτσι (χωρίς θεραπεία) δε θα περάσει.6. μόριο• α τίποτε•что с тобой? так - τι έχεις; α τίποτε.
7. μόριο άτονο• συνεπώς, δηλαδή•едем? δηλαδή πάμε; αναχωρούμε;•
так согласен? δηλαδή συμφωνείς;
8. (μόριο βεβαιωτικό)• ναι, μάλιστα, πραγματικά•так это он ναι αυτός είναι.
9. (μόριο άτονο επιτακτικό•) έτσι (με επίταση της φωνής)•а я так думаю όμως εγώ έτσι νομίζω.
10. μόριο• παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη.11. όμως, αλλά•отец тебе говорил, так слушать ты не хотел ο πατέρας σου έλεγε, αλλά εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις.
εκφρ.за так – έτσι, απλήρωτα, δωρεάν•(и) так и так; (и) так и сяк; (и) так и этак; то так, то сяк – α) κι έτσι κι έτσι• κι έτσι κι αλλιώς• παντοιοτρόπως, β) πάτε έτσι, πότε αλλιώς• πότε καλά, πότε άσχημα•(и) так и сяк; так-сяк – α) έτσι κι έτσι, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε καλά, ούτε άσχημα, μεσαία, β) με δυσκολία•не так чтобы – όχι και τόσο•тяжело он болен? так да не так чтобы тяжело – είναι βαριά άρρωστος; όχι και τόσο βαριά•так его (е, их – κλπ.) καλά να τον κάνουν (για εκδίκηση)•так точно – μάλιστα (στρατ. απάντηση)•так и так – κι έτσι•я и знал – κι έτσι (το) ήξερα•снег так и валил – κι έτσι χιόνιζε πολύ•я так и думал – έτσι κι εγώ σκεφτόμουν•так и она не узнала – κι έτσι αυτή δεν έμαθε (δεν πληροφορήθηκε)•так и есть – έτσι και είναι•так и знай – έτσι και να ξέρεις•так и так (мол) – έτσι κι έτσι (λένε)•на так – α) απλ. (για ανταλλαγή) ένα μ ένα. β) ίση αναλογία•взять муку и сахар- на- – παίρνω ίση αναλογία αλεύρι και ζάχαρη•так нет – δεν έγινε (δε συνέβηκε) έτσι•так себе – α) μέτρια, υποφερτά, ανεκτικά, β) έτσι•так-то (вот) – να πως•так-то, но (а, да)... – αλήθεια, πραγματικά, σωστά•так только – απλώς μόνο και μόνο•так точно – έτσι ακριβώς. -
70 трепетать
-пещу -пешешьρ.δ.1. πάλλομαι, τρεμουλιάζω, τρέμω, κουνιέμαι• κυματίζω•листва -пещет η φυλλωσιά τρεμουλιάζε ι•
флаги -пщут οι σημαίες κυματίζουν•
море -пе-щет η θάλασσα κυματίζει.
|| σπαρταρώ, σπαράζω. || μαρμαίρω, τρεμοσβήνω, τρεμοφέγγω, τρεμολάμπω, λαμπυρίζω (για φως, φωτιά). || τρεμουλιάζω (για φωνή, ήχο).2. τρέμω, με πιάνει τρεμούλα• πάλλομαιδονούμαι•он -п-щет всем шелом αυτός τρέμει, σύγκορμος (σύσσωμος)•
трепетать от гнева τρέμω από το θυμό.
|| μτφ. εμφανίζομαι, προβάλλω, διαφαίνομαι.3. μτφ. παλ. φοβούμαι πολύ, τρέμω από το αόβο•перед начальством τρέμω μπροστά στους ανωτέρους (διευθυντές, διοικητές, προϊστάμενους).
|| ανησυχώ πολύ•родители -щут за детей οι γονείς ανησυχούν πολύ για τα παιδιά.
τρέμω• ριγώ• τρεμουλιάζω. -
71 ужас
-а α.1. φόβος, τρόμος, τρομάρα,φρίκη•внушать ужас εμπνέω φόβο•
сотрогаться от -а τρέμω (ριγώ) από το φόβο•
какой -! τι φρίκη!•
привести (приводить) в — καταφοβίζω, καταπτοώ• τρομάζω•
его объял (охватил) τον κυρίευσε φόβος και τρόμος.
|| φρικαλεότητα•-ы войны οι φρ ικαλεότητες του πολέμου•
рассказывать -ы διηγούμαι φρικαλεότητες.
2. ως κατηγ, είναι καταπληκτικά, εξαιρετικά•ужас как вкусно είναι κατανόστιμος, γευ-στότατος.
3. επίρ. άκρως, πάρα πολύ, υπέρμετρα, υπερβολικά, φοβερά•ужас далеко πάρα πολύ μακριά•
ужас плохо πάρα πολύ άσχημα•
ужас хорошо κάλλιστα, άριστα, περίλαμπρα, περίφημα•
он ужас милый человек είναι υπέρχαριτωμένος άνθρωπος•
ужас как холодно κρύο-φρίκη.
εκφρ.до -а – άκρως κλπ. επίρ. βλ. 3 σημ.• ужас что такое βλ. 2 σημ. -
72 уйти
уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•
брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•
завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.
|| πηγαίνω•все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•
отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•
уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).
2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.
|| εγκαταλείπω, αφήνω•она ушла от него αυτή τον παράτησε•
он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•
уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.
|| μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.
3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•
-в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•
уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.
4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•годы ушли τα χρόνια πέρασαν•
время прошло ο καιρός πέρασε.
5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.
|| πεθαίνω•ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.
6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.
|| χρειάζομαι, απαιτούμαι•целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.
7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).
8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.9. βλ. вместиться.10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.
11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).
12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.εκφρ.уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι. -
73 ходовой
επ.1. κινητικός, της κίνησης, της πορείας, του πλου ή της πτήσης•-ые качества самолта οι πτητικές τελειοποιήσεις του αεροπλάνου•
-ые испытания судна δοκιμές πλου σκάφους.
|| χρησιμοποιούμενος• εύχρηστος•-ая дорога χρησιμοποιούμενη οδός.
|| ευρισκόμενος σε λειτουργία•-ые автомобили αυτοκίνητα σε λειτουργία.
2. κινητός, μετακινούμενος.3. πλατιά, χρησιμοποιούμενος, πολύ συνηθιζόμενος. || πολύ διαδομένος•-ые идеи πολύ διαδομένες ιδέες.
4. ικανός• καπάτσος, καταφερτζής.εκφρ.- ое судно – σκάφος που πλέει προς τον άνω ρουν•ходовой парк – ντεπό επιδιορθωμένων μηχανών. -
74 радиочастоты
мн. οι ραδιοσυχνότητες (πλ.)очень высокие - (овч) (30-300МГц) (VHF) πολύ/λίαν υψηλές -очень низкие - (онч) (3-30кГц) (VLF) πολύ/λίαν χαμηλές -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > радиочастоты
-
75 благодарный
благодарный: очень вам \благодарныйен σας ευχαριστώ πολύ* * *о́чень вам благода́рен — σας ευχαριστώ πολύ
-
76 вдоволь
-
77 верно
верно 1) (правильно) αλή θεια, σωστά· совершенно \верно πολύ σωστά 2) (преданно) πιστά 3) (вероятно) είναι πιθανό* * *1) ( правильно) αλήθεια, σωστάсоверше́нно ве́рно — πολύ σωστά
2) ( преданно) πιστά3) ( вероятно) είναι πιθανό -
78 вероятно
вероятно πιθανό, μπορεί, ίσως он, \вероятно, придёт ίσως έρθει весьма \вероятно πολύ πιθανό* * *πιθανό, μπορεί, ίσωςон, вероя́тно, придёт — ίσως έρθει
весьма́ вероя́тно — πολύ πιθανό
-
79 высокоразвитый
-
80 давний
давний παλ(α)ιός. παλιό τερος с \давнийих пор από πολύ καιρό* * *παλ(α)ιός, παλιότεροςс да́вних пор — από πολύ καιρό
См. также в других словарях:
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολύ — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύ — Ν επίρρ. βλ. πολύς … Dictionary of Greek
πολύ — πολύς many neut nom/voc/acc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ(πο)σφάκτης — ο, Α ο πολυποξύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπος (άλλος τ. τού πολύπους, οδός) + σφάκτης (< σφάζω), πρβλ. εμβρυο σφάκτης] … Dictionary of Greek
αιθάλη — Πολύ λεπτή μαύρη σκόνη από σχεδόν καθαρό άνθρακα, που ανήκει στην κατηγορία των τεχνητών ανθράκων. Α. δημιουργείται όταν γίνεται ατελής καύση πολλών οργανικών σωμάτων, όπως βενζόλιο, ρητίνη, λίπη, έλαια, πίσσα κλπ. Βιομηχανικά παρασκευάζεται με… … Dictionary of Greek
συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει … Dictionary of Greek
ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… … Dictionary of Greek
Полифагия — (πολύ много и φαγιειν есть) болезненно усиленный позыв на пищу, наблюдается при некоторых нервных расстройствах, душевных болезнях и при мочеизнурении сахарном и несахарном … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Полихолия — (πολυ много и χολη желчь) усиленная выработка желчи, зависит исключительно от усиленной деятельности печени (Minkowski и Nadnyn, Fleischl). При этом не все составные части желчи вырабатываются одинаково обильно: иногда наблюдается преимущественно … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
επιπεφυκώς — Πολύ λεπτός, διάφανος βλεννογόνος που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων καθώς και την μπροστινή επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού, στο ασπράδι του ματιού μέχρι το όριο του κερατοειδούς. Η φλεγμονή του ε. ονομάζεται επιπεφυκίτιδα και… … Dictionary of Greek