-
1 πολύποδες
πολύπους 1many-footed: masc /fem nom /voc plπολύπους 2poulp: masc nom /voc plπολύπους 2poulp: masc /fem nom pl -
2 κοτυληδών
κοτυληδών, όνος, ἡ, wie κοτύλη, jede Vertiefung; – a) vom Becher, ἐκϑλίψαντα πορεῖν κυάϑου κοτυληδόνα πλήρη Nic. Al. 547. – b) die Pfanne des Hü sth eckens, νῦν γὰρ ἐν ἄρϑροις τοῖς ἡμετέροις στρέφεται χαλαρὰ κοτυληδών Ar. Vesp. 1495; so erkl. Arist. H. A. 1, 13, τὸ δὲ ἐν ᾡ στρέφεται ὁ μηρός, κοτυληδών; vgl. 3, 7. – c) die Saugnäpfchen an den Fängen der πολύποδες, der Dintenfische, mit denen sie sich an Felsen anhängen u. ihren Raub fassen, πουλύποδος ϑαλάμης ἐξελκομένοιο πρὸς κοτυληδονόφιν πυκιναὶ λάϊγγες ἔχονται Od. 5, 432; vgl. Arist. H. A. 4, 1 u. Ath. XI, 479 b. – d) die Saugwarzen an der Mutter trächtiger, wiederkäuender Thiere, Galen. – e) eine Pflanze, umbilicus Veneris; Diosc.; Nic. Th. 681.
-
3 βλεννωδης
-
4 θολος
Iили θολός ἥ тол1) куполообразная постройка во дворе, служившая кладовой или кухней2) в Афинах - куполообразное здание, в котором обедали на государственный счет пританеи Plat. и государственные писцы Dem.IIи θολός ὅ1) чернильная жидкость (сепии и др.)(πρὸς βοήθειαν καὴ σωτηρίαν ἔχει ταῦτα - sc. ἥ σηπία καὴ οἱ πολύποδες - τὸν καλούμενον θολόν Arst.; ζοφερὰ ὑγρότης, ἥν θόλον καλοῦσιν Plut.)
2) пузырь с чернильной жидкостью(τῶν μαλακίων Arst.)
-
5 προσγειος
дор. προτίγειος 21) близкий к земле(σελήνη Plat.; θαλάσσης τόποι Arst.)
2) прибрежный(νῆσοι Arst.)
; держащийся близко к берегу(πολύποδες Arst.)
3) низменный, низкий(ταπεινὸς καὴ π. Luc.)
π. πτῆσις Plut. — низкий полет (ласточки) -
6 πολυποτόμος
πολῠποτόμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυποτόμος
-
7 πολύπους
A : neut. pl. :—many-footed, Pl.Ti. 92a, Dsc.2.35; (lyr.);οὕτω τι πολύπουν ἐστὶν ἡ λύπη κακόν Posidipp.19
(dub.).2 [voice] Pass., trodden by many feet, χῶρος Orac. ap. Polyaen.6.53.-------------------------------------------A , Ar.Fr. 318, Eup.110, etc.; gen.πουλύποδος Od.5.432
, Pl.Com.173.16, Eub.101; acc. πουλύπουν Ion Trag.36, Ar.Fr. 190, Hegem.1, Alex.170, etc.: pl., nom.πουλύποδες h.Ap.77
, Hp.Vict.2.48, Diocl.Fr.132; acc.- ποδας Pherecr.13
, Pl.Com.93; gen.πουλυπόδων Anaxandr.41.29
(anap.); later, acc.sg.πολύποδα Luc.Vit.Auct.10
,πολύπουν Id.DMar.4.2
: pl. πολύποδες, etc., Arist.HA 541b1, al.; acc. πολύπους ib. 534a25, Dsc.1.74 (in signf. 111): —in Poets freq. declined as if from [full] πούλυπος, gen.πουλύπου Thgn. 215
, Ar.Fr. 191: pl., gen.πουλύπων Amips.6
; acc. : [dialect] Dor. pl. nom. [full] πώλυποι Epich.61; acc.πωλύπους Id.124
: also nom. sg. [full] πώλυπος Hp.Aff.5 (v.l.); [full] πῶλυψ Diph.Siph. ap. Ath.8.356e, (in signf. 111) Poll.4.204: acc. pl.πώλυπας Dsc.2.166
; also acc. pl. [full] πόλυπας and acc. and gen. sg. πόλυπα, πόλυπος, Paul.Aeg.6.25:— the common poulp or octopus, Od.l.c., Thgn. l.c., Arist.HA 524a3, etc.IV π. βοτάνη, = πολυπόδιον, Gp.15.1.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύπους
-
8 προσέχω
A hold to, offer, προσέσχε μαζὸν [δράκοντι] A.Ch. 531; hold against, [τὴν ἀσπίδα] προσῖσχε πρὸς τὸ δάπεδον Hdt.4.200
; apply,χλιάσματα Hp. Mul.2.129
.2 π. ναῦν bring a ship to port,προσσχόντες τὰς νέας Hdt.9.99
;Μαλέᾳ προσίσχων πρῷραν E.Or. 362
; τίς σε προσέσχε.. χρεία; brought thee to land here? S.Ph. 236;< ναῦν> πρὸς τὴν γῆν προσσχεῖν D.C.42.4
: more freq. without ναῦν, put in, touch at a place, προσσχεῖν ἐς Τύρον, ἐς τὴν Σάμον, etc., Hdt.1.2, 3.48, al.; πρὸς τὴν Σίφνον προσῖσχον ib.58: c. dat. loci,π. τῇ γῇ Id.4.156
;τῆς νήσου τοῖς ἐσχάτοις Th.4.30
;Λιβύῃ κατὰ τὴν Μαυρουσίαν Plu.Sert.7
: c. acc. loci, τίνι στόλῳ προσέσχες τήνδε γῆν; S.Ph. 244, cf. Plb.2.9.2: abs., land, Hdt.2.182, etc.: with words added,πλέων δι' Ἑλλησπόντου π. ἐς Κύζικον Id.4.76
, cf. 6.119;ναυσὶ προσσχεῖν Th.4.11
;τῇ νηῒ π. εἰς Ῥόδον D.56.9
; ὡς γῇ προσέξων τὸ σῶμα, of a shipwrecked sailor, Plu.2.1103e.3 turn to or towards a thing,π. ὄμμα E.HF 931
: mostly, π. τὸν νοῦν turn one's mind, attention to a thing, be intent on it,τοῖς ἀναπαίστοις Ar.Eq. 503
; ἐμοί ib. 1014, cf. 1064, X.An.2.4.2, etc.; π. τὸν νοῦν τινι give heed to him, pay court to him, Id.Cyr.5.5.40; ἑαυτῷ π. τὸν νοῦν to be thinking with himself, in a fit of abstraction, Pl.Smp. 174d; alsoπρὸς τὴν ἑαυτοῦ κατηγορίαν π. τὸν νοῦν Antipho 3.4.1
;πρὸς τούτοις Ar.Nu. 1010
; π. τὸν νοῦν μὴ.. take heed lest.., Pl.R. 432b, etc.: abs.,πρόσεχε τὸν νοῦν Cratin. 284
, Pherecr.154, Ar.Pl. 113, etc.;δεῦρο τὸν νοῦν προσέχετε Id.Nu. 575
, cf.Pl.Smp. 217b; προσεχέτω τὸν νοῦν let him take heed, as a warning, Ar.Nu. 1122; also τὴν γνώμην π. Id.Ec. 600, Th.1.95, 2.11, 5.26, 7.15;π. τὴν διάνοιαν ὡς πράξει μεγίστῃ Plu.Num.14
; but περὶ τούτου τῇ διανοίᾳ π. IG7.2225.44 (ii B.C.);π. τῇ διανοίᾳ εἰς τὸ ῥῆμα Κυρίου LXXEx. 9.21
.4 withoutτὸν νοῦν, μὴ πρόσισχε.. βουκόλοις Cratin.286
; σαυτῷ π. Ar.Ec. 294 (lyr.), X.Mem.3.7.9; π. ἑαυτοῖς ἀπό τινος to be on one's guard against, Ev.Luc.12.1; πρόσεχ' οἷς φράζω attend to what I shall tell you, Mnesim.4.21 (anap.), cf. D.10.3, etc.;π. τῶν ἐμπείρων.. ταῖς ἀναποδείκτοις φάσεσι Arist.EN 1143b11
;τῷ πολλῷ χρόνῳ Id.Pol. 1264a2
;π. τοῖς νόμοις Id.Fr. 539
; τοῖς χιλιάρχοις take orders from them, Plb. 6.37.7; alsoπ. ἐπί τινι LXX Ge.4.5
: abs.,πρόσεχε, κἀγώ σοι φράσω Athenio 1.8
; προσέχων ἀκουσάτω attentively, D.21.8;πρόσσχες An. Ox.1.121
: also c. acc.,προσέχων τε ταῦτα Critias 25.19
D.;οὐ προσέχει τὰ πράγματα Philem.73.4
;π. νόμον θεοῦ LXX Is.1.11
, cf. Ex.34.11: also π. ἀπὸ τῶν ἁγίων, τῶν γραμματέων, ib.Le.22.2, Ev.Luc.20.46;π. τοῦ μὴ φαγεῖν αἷμα LXX De.12.23
; π. ἵνα μὴ μαστιγωθῇς ib.2 Ch.25.16.b devote oneself to a thing, c. dat.,γυμνασίοισι Hdt.9.33
;τοῖς ἔργοις Ar.Pl. 553
;τοῖς ναυτικοῖς Th.1.15
;τῷ πολέμῳ Id.7.4
;πλούτῳ Pl.Alc.1.122d
;τούτῳ τῷ ἀγῶνι Lycurg.10
; τοῖς κοινοῖς, γεωργίᾳ καὶ εἰρήνῃ, Plu.Cat.Mi.19, Hdn.2.11.3, etc.:—abs., ἐντεταμένως, προθύμως π., Hdt.1.18, 8.128.6 [voice] Med., attach oneself to a thing, cling, cleave to it,ὅ τι πρόσσχοιτο τοῦ πηλοῦ τῷ κοντῷ Hdt.2.136
; , cf. Pl. 1096; : abs., οἱ πολύποδες οὕτω π. ὥστε μὴ ἀποσπᾶσθαι ib. 534b27.b metaph., devote oneself to the service of any one, esp. a god, Pi.P.6.51 (dub.).7 [voice] Pass., to be held fast by a thing, ; to be attached to it,πρὸς τῷ στήθει Hp.Art.14
; πρὸς τῷ δένδρῳ προσέχεσθαι, of gum, stick to, Thphr.HP9.4.4: metaph., to be implicated in,τῷ ἄγει Th.1.127
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσέχω
-
9 ἄμαχος
ἄμᾰχ-ος, ον,A without battle: hence,I with whom no one fights, unconquerable, of persons, Hdt.5.3, A.Pers. 856 (lyr.), Ar.Lys. 253, 1014 (lyr.);χεῖρες Pi.I.6(5).41
; , Isoc.5.139: c.inf.,πολύποδες.. πᾶν ὅτι οὖν φαγεῖν ἄ. Ael.VH1.1
, etc.: of places, impregnable, Hdt.1.84: of things, irresistible,κακόν Pi.P.2.76
;κῦμα θαλάσσης A.Pers.90
: of feelings, ; ; ἄ. πρᾶγμα, of a woman whose beauty is irresistible, X.Cyr.6.1.36;ἄ. φιλοφροσύνη Plu.2.667d
;ἄ. κάλλος Aristaenet.1.24
;ἄ. τρυφή Ael.NA16.23
:—ἄμαχόν [ἐστι] c. inf., like ἀμήχανον, 'tis impossible to do.., Pi.O.13.13. Adv.- ως
irresistibly,Luc.
Merc. Cond.3; incontestably, S.E.M.8.266.II [voice] Act., not having fought, taking no part in the battle, X.Cyr.4.1.16; ἄ. διάγειν to remain without fighting, Id.HG4.4.9: ἄμαχον, τό, non-combatants, Ael. Tact.2.2, cf. D.C.53.12;ἄ. νίκη
gained without fighting,Eun.
VS p.472 B.2 disinclined to fight, not contentious, <*>Ep. Ti.3.3, Ep.Tit.3.2, cf. Inscr.Cos 325;ἄ. ἐβίωσα
Epigr Gr.387.6
(Apamea Cibotus). -
10 ὑπομένω
A stay behind, Od.10.232, 258, Th.5.14, Lys.13.12, etc.;ἐν Σπάρτῃ Hdt.6.51
, 7.209; ὑπομεινονἕως ἂν παραγένηται PSI4.322.4
(iii B. C.): also, remain alive, Hdt.4.149: of things, to be left behind, remain,ὑπέμεινε τὸ παχύτερον Gal.7.664
, cf. Sor.1.88, al.: generally, to be permanent, Arist.Cat. 5a28.II trans.,1 c. acc. pers., abide or await another,διὰ τοῦτό σε οὐχ ὑπέμενον X.An.4.1.21
; esp. await his attack, bide the onset, Il.14.488, 16.814, al., Hdt.3.9, 4.3, al., App.BC5.81; ὑ. τὰς Σειρῆνας abide their presence, X.Mem.2.6.31; of evils,κακῶν ὅσα ἡμᾶς ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑ. Pl.Phdr. 250c
, cf. Plb.1.81.3.2 c. acc. rei, to be patient under, abide patiently, submit to any evil that threatens one,δουλείαν Th.1.8
;πόνον X.Mem.2.1.3
; ;αἰσχρόν τι Id.Ap. 28c
, cf. Ti. 49e;δούλειον ζυγόν Id.Lg. 770e
;τοὺς ἄλλους λόγους Isoc.8.65
; face,τὴν μέλλουσαν δουληΐην Hdt. 6.12
; , cf. Isoc. 6.70;ἀπειλάς D.21.3
; face up to, ; οὐχὑπέμειναν τὰς δωρεάς they could not abide the gifts, i. e. scorned to accept them, Isoc.4.94; ὑ. τὴν κρίσιν await one's trial, Aeschin.2.6, cf. And.1.121, Lys.20.6: generally, wait for,τὴν ἑορτήν Th.5.50
; μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον could not endure his great bliss, i. e. it turned his head, Pi.P.2.26.3 abs., stand one's ground, stand firm, Il.5.498, 15.312, Hdt.6.96;ἐς ἀλκὴν ὑ. Th.3.108
;ἐς χεῖρας Id.5.72
;ἀνδρικῶς ὑ. Pl.Tht. 177b
; ὑπομένων καρτερεῖν endure patiently, Id.Grg. 507b;ὑ. καὶ καρτερεῖν Id.La. 193a
.4 c. inf., submit, bear, or dare to do a thing, wait to do, οὐδ' ὑπέμεινε γνώμεναι he did not wait for us to know him, Od.1.410; ὑ. πονεῖν he submitted to toil, X.Mem.2.2.5, cf. 2.7.11, Pl.Lg. 869c, D.18.204, PCair.Zen.8.22 (iii B. C.), Phld.Ir. p.46 W., etc.;ἀξιωθεὶς ὑπέμεινε γυμνασιαρχῆσαι IG12(3).331.16
(Thera, iii/ii B. C.).5 with part. relating to the subject, εἰ ὑπομενέουσι χεῖρας ἐμοὶ ἀνταειρόμενοι if they shall dare to lift hand against me, Hdt.7.101, cf. 209; ὑπομένεις με κηδεύων you persist in.., S.OT 1323 (lyr.); οὐχ ὑπομένει ὠφελούμενος he submits not to be helped, Pl.Grg. 505c;πολύποδες ὑ. τεμνόμενοι Arist.HA 534b28
.6 with part. relating to the object, ὑ. Ξέρξην ἐπιόντα await his coming, Hdt. 7.120, cf. Pl.Phd. 104c, Mx. 241a; οὐ.. γὰρ ἀπ' αὐτοῦ χωριζόμενον τὸ βρέφος ὑπέμενεν (sc. τὸ θηρίον) it (the elephant) could not bear the infant's being removed, Phylarch.36 J.: c. gen. part., φιλοῦντος ὑ. submit to his kissing, Ael.VH12.1.7 in App.BC5.54, ὑ. τῇ Ἀντωνίου γνώμῃ is prob. f. l. for ἐπιμεμενηκώς.8 promise, c. [tense] fut. inf., Iamb.VP8.36.9 admit of, like δέχομαι 111.3, D.H.Isoc.2;φοινίκων βάλανοι αἱ κατὰ τὴν Ἀλεξάνδρειαν.. οὐδὲ τὴν ἀπόθεσιν ὑπομένουσιν Gal.Vict.Att.12
.10 τὴν ναυτίαν οὐχ ὑπομένουσιν do not suffer from seasickness, Sor.1.49; ἀλλοκότους φαντασίας τῆς ψυχῆς ὑπομενούσης experiencing, ib.39, cf. 31, al.; ὅταν ἔμφραξιν ὑπομένῃ ὁ πόρος χωρὶς αἰτίας undergoes obstruction, Aët.7.50.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπομένω
-
11 κοτυληδών
κοτυληδών, όνος, ἡ, jede Vertiefung; (a) vom Becher; (b) die Pfanne des Hüftbeckens; (c) die Saugnäpfchen an den Fängen der πολύποδες, der Tintenfische, mit denen sie sich an Felsen anhängen u. ihren Raub fassen; (d) die Saugwarzen an der Mutter trächtiger, wiederkäuender Tiere; (e) eine Pflanze, umbilicus Veneris
См. также в других словарях:
πολύποδες — πολύπους 1 many footed masc/fem nom/voc pl πολύπους 2 poulp masc nom/voc pl πολύπους 2 poulp masc/fem nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνιδόζωα — Φύλο υδρόβιων μεταζώων, σχεδόν αποκλειστικών θαλάσσιων, με ακτινωτή συμμετρία, τα οποία είτε ζουν μόνα τους είτε είναι οργανωμένα σε αποικίες, στην επιφάνεια της θάλασσας ή προσκολλημένα στο έδαφος. Από εξελικτική άποψη, τα κ. βρίσκονται σε… … Dictionary of Greek
κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… … Dictionary of Greek
υδρόζωα — Ομοταξία κοιλεντερωτών. Στην oμοταξία αυτή υπάγονται κοιλεντερωτά ζώα των οποίων η ακτινωτή κατασκευή έχει ως βάση 4, 6 ή περισσότερες ακτίνες. Τα κοιλεντερωτά αυτά έχουν τη μορφή μέδουσας ή πολύποδων. Οι πρώτες κολυμπούν ελεύθερα, έχουν μορφή… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
οκτωκοράλλια — Κοράλλια της ομοταξίας των ανθόζωων. Ονομάζονται έτσι γιατί συγκροτούν αποικίες τις οποίες αποτελούν πολύποδες με οχτώ κεραίες, προσκολλημένες σε ασβεστολιθικό ή κεράτινο σκελετό. Ο δενδροειδής σκελετός ενός o., του κοραλλιού του ερυθρού,… … Dictionary of Greek
βελέλα — (velelle). Κνιδόζωο της ομοταξίας των υδροζώων της τάξης των σιφωνοφόρων. Είναι μια αποικία πολύποδων ατόμων, ενωμένων κάτω από ένα δισκοειδές υδρόσωμα, το οποίο διογκώνεται σχηματίζοντας τη λεγόμενη πνευστοφόρο συσκευή, η οποία προεξέχει από την … Dictionary of Greek
μεταγένεση — Φαινόμενο εναλλαγής αγενούς και εγγενούς αναπαραγωγής, το οποίο συναντάται, κυρίως, στα κνιδόζωα (υδρόζωα και σκυφόζωα) στους κεστώδεις και σε πολλά πρωτόζωα. Ως παράδειγμα μ., αναφέρονται τα υδρόζωα: από το γονιμοποιημένο ωάριο εξέρχεται μια… … Dictionary of Greek
мъногоножица — МЪНОГОНОЖИЦ|А (3*), Ѣ (А) с. Вид морского животного, полип: рыба мнѡгонѡжицѧ. къ какому камени придеть. така плѡтью ˫авить(с). мнѡги рыбы в челюсти. ѥи впа(д)ють. мнѧще камень. МПр XIV, 34; ѡсмоно||жицѣ многоножицѣ ѥгда кто извлещи ˫а хоще(т) ѿ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγνικά — τα τα μαλακόστρακα που δεν έχουν αγκάθια, αίμα και λέπια, π.χ. οι σουπιές, οι πολύποδες κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αγνικός < αγνός + κατάλ. ικός ή < αγανός (= μαλακός, τρυφερός)] … Dictionary of Greek
αμηνόρροια — Η έλλειψη εμμήνων. Υπάρχουν δύο μορφές α.· η μία όταν τα έμμηνα δεν εμφανίζονται ποτέ και η άλλη όταν, ενώ πρώτα ήταν κανονικά, ξαφνικά δεν εμφανίζονται πλέον, από αιτίες που σχετίζονται με τη μήτρα, τις ωοθήκες, τον θυρεοειδή, τα επινεφρίδια,… … Dictionary of Greek