Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δουλείαν

См. также в других словарях:

  • δουλείαν — δουλείᾱν , δούλειος slavish fem acc sg (attic doric aeolic) δουλείᾱν , δουλεία slavery fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • РАБСТВО —    • Δου̃λος, δουλοσύνή,          Состояние личной неволи у греков было разнообразно как по своим причинам, так и по своим проявлениям. Так, мы встречаем во многих греческих государствах состояние неволи, соответствовавшее по своим проявлениям и… …   Реальный словарь классических древностей

  • CONSIGNATUS — apud Tertullian. Apologeticô, Talia initiatus et consignatus vices in aevum: Graece ὁ σφραγιςθεὶς seu μεμυημένος, e sacris Gentilium voce depromptâ. Solebant enim in mysteriis signari notaculis quibusdam ii qui initiabantur. Idem, contra… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • INFORTUNIUM (per) suum — per INFORTUNIUM suum iurandi Veterum mos sollennis, indigitatur Stat. Theb. l. 6. v. 171. ubi Ino Palaemonis defuncti genitrix, per ego haec (inquit) primordia belli Cui peperi: sic aequa gemant mihi funera matres Ogygiae Ovid. item, Met. l. 7.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PLAGIARIUS — is est, qui sine vi, dolo malo, sciens abducit homines liberos et ingenuos, venditque pro servis, aut supprimit: Vel is est, qui alienos servos abducit sine vi et plerumque sine furto, fugam persuadet ac fugitivos celat. Grammatici, Ἀνδραποδιςτὴς …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SERVI — vetustum nomen, et a Noahi usque temporibus deductum, sacra Biblia testantur, Gen. c. 9. v. 25. Maledictus Chanaan, servus servorum erit, fratribus suis. Quod expressit eleganter Alcimus Avitus l. 4. Primum inde repertium Servitii nomen: cuncti… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… …   Dictionary of Greek

  • μεταμπίσχω — (Α) 1. ντύνω κάποιον με νέο ένδυμα 2. μτφ. μεταμορφώνω, μεταβάλλω τη μορφή («εἱμαρμένη μεταμπίσχουσα τὰς ψυχάς», Πλούτ.) 3. μέσ. μεταμπίσχομαι αλλάζω, αλλάζω το ένδυμά μου, ντύνομαι νέο ένδυμα («πικροτάτην δούλων δουλείαν μεταμπισχόμενος», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • πολυδέσποτος — ον, Α αυτός που εξουσιάζεται από πολλούς δεσπότες («τὴν πολυδέσποτον τῶν δαιμόνων δουλείαν», Ψ. Χρυσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δέσποτος (< δεσπότης), πρβλ. φιλο δέσποτος] …   Dictionary of Greek

  • υπηρεσία — η / ὑπηρεσία, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] 1. εξυπηρέτηση, εκδούλευση, προσφορά (α. «προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο έθνος» β. «τίς αὕτη ἡ ὑπηρεσία ἐστὶ τοῑς θεοῑς», Πλάτ. γ. «ἣν δουλείαν οὖσαν ἔφασκες καὶ ὑπηρεσίαν ἀποδείξειν», Αριστοφ.) 2. το σύνολο τών… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλίκος, Άγγελος — Αγωνιστής του 1821. Πολέμησε στην κεντρική Μακεδονία μαζί με άλλους καπεταναίους, που έφτασαν έως τα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος έγραψε στις 4 Ιουνίου 1821 στον Εμ. Παπά: «Ιδού με την δύναμιν του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού εκινήθημεν εις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»