-
1 πολιτικός
η, ό[ν] 1.1) прям., перен. политический;πολιτική γεωγραφία (οίκονομία) — политическая география (экономия);
πολιτικοί άνδρες — политические деятели;
πολιτικό γραφείο — политбюро;
πολιτικός θάνατος — политическая смерть;
πολιτικός κρατούμενος — или πολιτικ κατάδικος юр. — политический заключённый;
πολιτικό αδίκημα ( — или εγκλημα) — политическое преступление;
2) гражданский (в разн. знач); штатский;πολιτικά δικαιώματα — гражданские права;
πολιτική αγωγή юр. — гражданский иск;
πολιτικός γάμος — гражданский брак;
πολιτική άμυνα — гражданская оборона;
ντυμένος πολιτικά — одетый в штатское, в гражданской одежде;
πολιτικός μηχανικός — инженер по гражданскому строительству;
3) дипломатичный; политичный (разг);πολιτικώτατη απάντηση — очень политичный ответ;
2. (ο) политик, политический деятель -
2 βγάζω
(αόρ. εβγαλα) μετ.1) вынимать, вытаскивать; вычерпывать (воду); извлекать (тж. перен.);βγάζω τό σπαθί από τη θήκη του — вынимать шпагу из ножен;
βγάζω τό δόντι — удалять зуб;
βγάζω εξω — а) выносить, вытаскивать, выводить (откуда-л.); — б) выгонять, прогонять, выставлять за дверь;
βγάζω όφελος από κάτι — извлекать пользу из чего-л.;
2) снимать, удалять;βγάζω τα ρούχα (τα παπούτσια) μου — снимать одежду (обувь);
βγάζω την κρέμα — снимать, удалять сливки;
βγάζω τα λέπια από το ψάρι — чистить рыбу;
βγάζω τό καράβι από την ξέρα — снимать судно с мели;
3) удалять, выводить; стирать;βγάζω τό λεκέ — выводить пятно;
4) выжимать, выдавливать;βγάζω λάδι
выжимать масло;βγάζω τό ζουμί από το λεμόνι — выжимать сок из лимона;
5) копировать, делать, снимать копию;βγάζω αντίτυπο — отпечатать копию;
βγάζω αντίγραφο — снимать копию;
βγάζω κάποιον φωτογραφία — снимать, фотографировать кого-л.;
6) увольнять; отстранять, освобождать; исключать;βγάζω από τη θέση — снять с работы;
βγάζω από το προεδρείο (Πολιτικό Γραφείο) — выводить из состава президиума (политбюро);
-
3 γραφείο(ν)
τό1) письменный стол; бюро; секретер; 2) (рабочий) кабинет; 3) бюро, контора, канцелярия;γραφείο(ν) διευθύνσεων — адресный стол;
πληροφοριών — информационное бюро; — справочное бюро;τεχνικό ( — или μηχανολογικό) γραφείο(ν) — конструкторское бюро;
στρατολογικό γραφείο(ν) — призывной, вербовочный пункт;
4) (чаще πλ.) управление, ведомство;τα γραφεία της εφημερίδας — редакция газеты (помещение);
τα γραφεί της κεντρικής Επιτροπές — здание ЦК;
5) бюро (исполнительный и руководящий орган);πολιτικό γραφείο(ν) — политическое бюро, политбюро;
κομματικό γραφείο(ν) — партийное бюро
-
4 γραφείο(ν)
τό1) письменный стол; бюро; секретер; 2) (рабочий) кабинет; 3) бюро, контора, канцелярия;γραφείο(ν) διευθύνσεων — адресный стол;
πληροφοριών — информационное бюро; — справочное бюро;τεχνικό ( — или μηχανολογικό) γραφείο(ν) — конструкторское бюро;
στρατολογικό γραφείο(ν) — призывной, вербовочный пункт;
4) (чаще πλ.) управление, ведомство;τα γραφεία της εφημερίδας — редакция газеты (помещение);
τα γραφεί της κεντρικής Επιτροπές — здание ЦК;
5) бюро (исполнительный и руководящий орган);πολιτικό γραφείο(ν) — политическое бюро, политбюро;
κομματικό γραφείο(ν) — партийное бюро
-
5 δαιμόνιο(ν)
τό1) см. δαίμονας 1; 2) беспокойный ребёнок; чертёнок (разг); 3) гений, одарённость;είναι πολιτικό δαιμόνιο(ν) — он гениальный политик;
4) πλ. гнев, бешенство, ярость;με πιάνουν τα δαιμόνια — приходить в ярость, выходить из себя;
§ καινά δαιμόνια — новшества; — антиконформизм
-
6 δαιμόνιο(ν)
τό1) см. δαίμονας 1; 2) беспокойный ребёнок; чертёнок (разг); 3) гений, одарённость;είναι πολιτικό δαιμόνιο(ν) — он гениальный политик;
4) πλ. гнев, бешенство, ярость;με πιάνουν τα δαιμόνια — приходить в ярость, выходить из себя;
§ καινά δαιμόνια — новшества; — антиконформизм
-
7 δικαστήριο(ν)
τό1) суд; трибунал;δικαστήριο(ν) των ενόρκων — суд присяжных;
πολιτικό (ποινικό) δικαστήριο(ν) — гражданский (уголовный) суд;
στρατιωτικό δικαστήριο(ν) — военный трибунал;
Λαϊκό δικαστήριο(ν) — народный суд;
απευθύνομαι προς το δικαστήριο(ν) — обращаться в суд;
παραπέμπομαι ενώπιον τού δικαστηρίου — предстать перед судом;
παραπέμπω στο δικαστήριο(ν) — отдавать под суд, предавать суду;
2) здание суда;3) суд, судебное разбирательство; судебное дело;η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια — дело дошло до суда;
αύριο έχω δικαστήριο(ν) — завтра у меня заседание в суде
-
8 δικαστήριο(ν)
τό1) суд; трибунал;δικαστήριο(ν) των ενόρκων — суд присяжных;
πολιτικό (ποινικό) δικαστήριο(ν) — гражданский (уголовный) суд;
στρατιωτικό δικαστήριο(ν) — военный трибунал;
Λαϊκό δικαστήριο(ν) — народный суд;
απευθύνομαι προς το δικαστήριο(ν) — обращаться в суд;
παραπέμπομαι ενώπιον τού δικαστηρίου — предстать перед судом;
παραπέμπω στο δικαστήριο(ν) — отдавать под суд, предавать суду;
2) здание суда;3) суд, судебное разбирательство; судебное дело;η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια — дело дошло до суда;
αύριο έχω δικαστήριο(ν) — завтра у меня заседание в суде
-
9 κεφάλαιο(ν)
τό1) прям., перен. капитал;ιδιωτικό (πιστωτικό, χρηματιστικό) κεφάλαιο(ν) — частный (ссудный, финансовый) капитал;
τραπεζικό ( — или τραπεζιτικό) κεφάλαιο(ν) — банковский капитал;
ξένο κεφάλαιο(ν) — иностранный капитал;
σταθερό (μεταβλητό) κεφάλαιο(ν) — постоянный (переменный) капитал;
πάγιο (κυκλοφοριακό) κεφάλαιο(ν) — основной (оборотный) капитал;
πολιτικό κεφάλαιο(ν) — политический капитал;
νεκρό κεφάλαιο(ν) — мёртвый капитал;
2) глава; раздел (учебника, книги, речи и т. п.) -
10 κεφάλαιο(ν)
τό1) прям., перен. капитал;ιδιωτικό (πιστωτικό, χρηματιστικό) κεφάλαιο(ν) — частный (ссудный, финансовый) капитал;
τραπεζικό ( — или τραπεζιτικό) κεφάλαιο(ν) — банковский капитал;
ξένο κεφάλαιο(ν) — иностранный капитал;
σταθερό (μεταβλητό) κεφάλαιο(ν) — постоянный (переменный) капитал;
πάγιο (κυκλοφοριακό) κεφάλαιο(ν) — основной (оборотный) капитал;
πολιτικό κεφάλαιο(ν) — политический капитал;
νεκρό κεφάλαιο(ν) — мёртвый капитал;
2) глава; раздел (учебника, книги, речи и т. п.) -
11 μνημόσυνο(ν)
το церк, панихида; поминовение усопших;Κάνω μνημόσυνο(ν) — служить панихиду (на сороковой день или через год);
πολιτικό μνημόσυνο(ν) — гражданская панихида;
φιλολογικό μνημόσυνο(ν) — собрание, посвящённое памяти литератора, поэта и т. п.
-
12 μνημόσυνο(ν)
το церк, панихида; поминовение усопших;Κάνω μνημόσυνο(ν) — служить панихиду (на сороковой день или через год);
πολιτικό μνημόσυνο(ν) — гражданская панихида;
φιλολογικό μνημόσυνο(ν) — собрание, посвящённое памяти литератора, поэта и т. п.
-
13 πραγματεύομαι
μετ., αμετ. рассматривать, анализировать;τό πολιτικό ζήτημα — или πραγματεύομαι περί τού πολιτικού ζητήματος — рассматривать политический вопрос -
14 ρεύμα
-
15 σκέλος
τό1) нога; 2) ножка;σκέλος του διαβήτη — ножка циркуля;
σκέλος του κλίμακας — ступенька лестницы;
З) мат. сторона;σκέλος γωνίας — сторона угла;
4) фин. часть (бюджета);τό σκέλος των εσόδων τού προϋπολογισμού — доходная часть бюджета;
σκέλη προϋπολογισμού — доходная и расходная части бюджета;
5) перен. одна из двух сторон, составных частей чего-л.;πολιτικό (στρατιωτικό) σκέλος τού NATO — политическая (военная) организация НАТО
-
16 στίβος
ο1) беговая дорожка; спортивная площадка; арена;διάδρομος στίβου — беговая дорожка;
γιά ποδηλατοδρομίες — трек;2) перен. арена, поприще, поле деятельности;εμφανίζομαι ( — или βγαίνω, κατέρχομαι) στον πολιτικό (διεθνή) στίβο — выходить на политическую (международную) арену;
§
αθλητισμός στίβου — лёгкая атлетика;αθλητής στίβου — легкоатлет;
υγρός στίβος — водный спорт
См. также в других словарях:
Νουμάς — Πολιτικό, κοινωνικό και φιλολογικό περιοδικό των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας. Το ίδρυσε ο λογοτέχνης Δημήτριος Π. Ταγκόπουλος τον Ιανουάριο του 1903, με ευρύτερους αρχικά στόχους· στο πρώτο φύλλο, όπου γνωστοποιούσε το πρόγραμμα του Νουμά (που … Dictionary of Greek
απολυταρχία — Πολιτικό σύστημα στο οποίο ο ανώτατος άρχοντας συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες και τις ασκεί χωρίς κανέναν περιορισμό. Η θεωρία ότι o μονάρχης αντλεί την εξουσία του από τον Θεό και ότι είναι συνεπώς ανεξέλεγκτος εκπρόσωπός του στη Γη, εμφανίζεται … Dictionary of Greek
εθνικοσοσιαλισμός — Πολιτικό κίνημα –γνωστό και ως ναζισμός– που εμφανίστηκε στη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, με πρωταγωνιστή τον Άντολφ Χίτλερ (1889 1945). Οι ιδεολογικές αρχές του ε. –που διατυπώθηκαν κυρίως από τον ίδιο τον Χίτλερ στο βιβλίο του Ο αγών… … Dictionary of Greek
καισαροπαπισμός — Πολιτικό σύστημα, στο οποίο ο πολιτικός αρχηγός έχει υπό τον έλεγχό του ή τείνει να συγκεντρώσει και τη θρησκευτική εξουσία. Η υποταγή της θρησκευτικής εξουσίας στην πολιτική ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στα ειδωλολατρικά κράτη γενικά· κλασικό όμως … Dictionary of Greek
κομφουκιανισμός — Πολιτικό, φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που έλαβε την ονομασία του από τον Κινέζο φιλόσοφο Κοφούκιο (βλ. λ.). Το σύστημα αυτό διαδόθηκε και πέρα από τα σύνορα της Κίνας (Κορέα, Ιαπωνία) και αναπτύχθηκε, στην πορεία των αιώνων, από άλλους… … Dictionary of Greek
παγγερμανισμός — Πολιτικό κίνημα που δημιουργήθηκε στη Γερμανία τον 19o αι. με βάση τις εθνικιστικές θεωρίες των ρομαντικών φιλοσόφων, όπως ο Φίχτε και ο Χέγκελ, και απέβλεπε στη δημιουργία ενός κράτους που θα περιλάμβανε όλους τους μοιρασμένους τότε σε διάφορα… … Dictionary of Greek
Αμιτζανταράφται/-ες — Πολιτικό κόμμα στην αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, αντίπαλο του κόμματος των Σχολαρίων. Έδρασε ιδιαίτερα στο διάστημα της βασιλείας της Ειρήνης της Παλαιολογίνας (1340 41), την οποία υποστήριξε για την κατάληψη της εξουσίας μετά τον θάνατο του… … Dictionary of Greek
Καταχθόνιοι — Πολιτικό κόμμα στα Επτάνησα, επί αγγλικής κατοχής. Οι οπαδοί του ήταν αγγλόφιλοι. Όργανό τους ήταν η εφημερίδα Φίλος του λαού. Το Κόμμα των Κ., που ονομαζόταν και Κόμμα των Συντηρητικών, ήταν αντίθετο προς τα δύο άλλα προοδευτικά κόμματα, των… … Dictionary of Greek
Κούο Μιν ΤανγκήΚουόμιντανγκ — Πολιτικό κόμμα της Κίνας (στα κινεζικά σημαίνει Εθνικό Κόμμα του Λαού), που ιδρύθηκε από τον Σουν Γιατ Σεν (1900) με την ονομασία Σύνδεσμος για την αναγέννηση της Κίνας και μετονομάστηκε λίγο αργότερα σε Συνασπισμό της ένωσης των επαναστατών… … Dictionary of Greek
Μεγάλη Ιδέα — Πολιτικό και εθνικό ιδεώδες που διαδόθηκε στον ελληνικό κόσμο στις αρχές του 19ου αι. και διήρκεσε έως την τρίτη δεκαετία του 20ού αι. Ο όρος Μ.I. ανάγεται στον 19ο αι. και αποδίδεται στον Κωλέττη, αλλά η ύπαρξη και η επίδραση που άσκησε στους… … Dictionary of Greek
ναροντνίκοι — Πολιτικό και πνευματικό κίνημα, που αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. στη Ρωσία και διατηρήθηκε ουσιαστικά έως την επανάσταση των μπολσεβίκων (1917), με διάφορες μεταρρυθμιστικές ή και επαναστατικές τάσεις, οι οποίες απέβλεπαν σε… … Dictionary of Greek