-
1 νεκρός
η, ό [ά, όν ] 1. в разн. знач мёртвый;νεκρό κεφάλαιο — мёртвый капитал;
νεκρή γλώσσα — мёртвый язык;
γίνομαι νεκρό γράμμα — становиться мёртвой буквой;
νεκρός τύπος — пустая формальность;
νεκρά φύση — натюрморт;
νεκρή σεζόν — мёртвый сезон;
κατέπεσε κάτω νεκρός — он
упал замертво на землю, 2. (ο) покойник; мертвец, труп;τιμώ τούς νεκρους — чтить память мёртвых
-
2 νεκροδεγμων
-
3 νεκροδοχειον
-
4 νεκροθηκη
-
5 νεκροκοσμος
-
6 νεκροπομπος
-
7 νεκροστολεω
-
8 νεκροσυλια
-
9 νεκροφονος
-
10 νεκροφορος
-
11 γράμμα
τό1) буква;γράμμα μεγάλο ( — или κεφαλαίο) — заглавная, прописная буквг;
γράμμα μικρό ( — или πεζό) — строчная буква;
ιερογλυφικό — иероглиф;γράμμα του τύπου — типографская литера;
2) письмо;συστημένο γράμμα — заказное письмо;
3) πλ. дип грамота;διαπιστευτήρια γράμματα — верительные грамоты;
ανακλητήρια γράμματά — отзывная грамота;
4) πλ. литература;τα γράμματα και οι τέχνες — литература и искусство;
οι άνθρωποι ( — или προσωπικότητες) των γράμμάτων και της τέχνης — деятели культуры;
5) πλ. учение, просвещение, образование; наука;βνθρωπος των γράμματών — образованный человек;
γνωρίζω ( — или ξέρω) γράμματα — быть грамотным;
δεν έμαθε γράμματά — он не получил образования;
§ ιερά γράμματα — священное писание;
κενό γράμμα — пустея, бессодержательная бумага;
γράμμα του νόμου — буква закона;
νεκρό γράμμα — мёртвая буква;
κορώνα (η) γράμματα — орёл или решка;
έπαιξε το κεφάλι του κορώνα (η) γράμματα — он рискнул головой;
δεν τα παίρνω τα γράμματα — быть тупым, бестолковым;
κατά γράμμα — буквально, дословно; — слово в слово;
γράμματα κλάμματα — погов, без муки нет науки
-
12 εκφέρω
(αόρ. εξέφερα, παθ. αόρ. εξηνέχθην) μετ.1) произносить, высказывать;εκφέρω γνώμη — высказывать мнение;
2) выносить (покойника);εκφέρ νεκρό — выносить тело, хоронить;
§ εκφέρω βίς φως — извлечь на свет;
εκφέρομαι — грам, сочетаться, употребляться; — управлять;
τό
ρήμα εκφέρεται μετά γενικής — глагол управляет (или употребляется с) родительным падежом -
13 κεφάλαιο(ν)
τό1) прям., перен. капитал;ιδιωτικό (πιστωτικό, χρηματιστικό) κεφάλαιο(ν) — частный (ссудный, финансовый) капитал;
τραπεζικό ( — или τραπεζιτικό) κεφάλαιο(ν) — банковский капитал;
ξένο κεφάλαιο(ν) — иностранный капитал;
σταθερό (μεταβλητό) κεφάλαιο(ν) — постоянный (переменный) капитал;
πάγιο (κυκλοφοριακό) κεφάλαιο(ν) — основной (оборотный) капитал;
πολιτικό κεφάλαιο(ν) — политический капитал;
νεκρό κεφάλαιο(ν) — мёртвый капитал;
2) глава; раздел (учебника, книги, речи и т. п.) -
14 κεφάλαιο(ν)
τό1) прям., перен. капитал;ιδιωτικό (πιστωτικό, χρηματιστικό) κεφάλαιο(ν) — частный (ссудный, финансовый) капитал;
τραπεζικό ( — или τραπεζιτικό) κεφάλαιο(ν) — банковский капитал;
ξένο κεφάλαιο(ν) — иностранный капитал;
σταθερό (μεταβλητό) κεφάλαιο(ν) — постоянный (переменный) капитал;
πάγιο (κυκλοφοριακό) κεφάλαιο(ν) — основной (оборотный) капитал;
πολιτικό κεφάλαιο(ν) — политический капитал;
νεκρό κεφάλαιο(ν) — мёртвый капитал;
2) глава; раздел (учебника, книги, речи и т. п.) -
15 σηκώνω
μκτ.1) поднимать; держать (груз и т. п.);σηκώνω (ο)λίγο — приподнимать;
σηκώνω τα χέρια ψηλά — поднимать руки вверх;
σηκώνω τον γιακά — поднимать воротник;
άγκυρα (πανιά) — поднимать якорь (паруса);σηκώνω τό ποτήρι — поднимать бокал;
σήκωνα μιαν ώρα το παιδί целый час держал ребёнка на руках;σηκώνω σκόνη — поднимать пыль;
2) строить, воздвигать, возводить;σήκωσε ένα τοίχο τρία μέτρα он построил стену высотой в три метра; 3) надстраивать; 4) подбирать (платье); засучивать (рукава); 5) перен. поднимать, вызывать, производить (шум и т. п.); 6) перен. поднимать, будить; 7) поднимать, повышать;τη φωνή — повышать голос;8) перен. поднимать против (кого-л.);9) перен. выносить, выдерживать, терпеть;σηκώνω αστεία — сносить шутки, насмешки;
10) брать (деньги, ссуду из банка);одалживать (деньги); занимать;§ σηκώνω χέρι σε κάποιον — поднимать на кого-л. руку; — замахиваться на кого-л.;
σηκώνω κεφάλι — поднимать голову; — осмелеть; — выступать против;
σηκώνω τό ανάστημα μου — подниматься во весь рост, распрямляться;
σηκώνω στο
πόδι — поднимать на ноги;σηκώνω τα όπλα εναντίον κάποιου — поднимать оружие против кого-л.;
σηκώνω τα μυαλά κάποιου — сводить кого-л. с ума;
σηκώνω τό στρώμα — убирать постель;
σηκώνω τό τραπέζι — убирать со стола;
σηκώνω τούς ώμους μου — пожимать плечами;
δε σηκώνει κεφάλι από το βιβλίο — он головы от книги не поднимает, он усердно занимается;
δεν με σηκώνει το κλίμα εδώ — здешний климат мне не подходит;
όσα σηκώνει ο νούς — сколько можно вообразить себе;
ο σιναπισμός σήκωσε горчичник вызвал ожог;στις πέντε ακριβώς θα σηκώσουν το νεκρό вынос тела ровно в пять;τό κρασί σηκώνει νερό — вино можно разбавить водой;
σηκώνει ακόμα αλεύρι — можно добавить ещё муки;
δεν θα σηκώσω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι я даже пальцем не пошевелю;1) — подниматься, вставать;σηκώνομαι
2) подниматься (после болезни), поправляться, выздоравливать;3) подниматься, возникать (о ветре, буре, шуме); § αυτός είναι σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε он готов выполнить любой приказ -
16 σημείο(ν)
τό1) знак; сигнал;κάνω σημεί — дать знак;
σημείο(ν) προανατολισμού ( — или αναγνωρίσεως) — ориентир;
2) знак, значок, отметка;3) точка, пункт, центр; место;στρατηγικό σημείο(ν) — стратегический пункт;
συναντήσεως — место встречи;4) пункт, положение (доклада, речи);κύρια σημεία τού λόγου — основные положения доклада;
5) пункт, момент;τό σημείο(ν) στροφής — поворотный пункт;
6) перен. признак; симптом; примета;δείχνω (или δίνω) σημεία ζωής подавать признаки жизни; 7) физ. точка, момент;τό σημείο(ν) αδράνειας — момент инерции;
νεκρό σημείο(ν) — мёртвая точка;
§ προς όλα τα σημεία — по всем направлениям;
τα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα — четыре страны света
-
17 σημείο(ν)
τό1) знак; сигнал;κάνω σημεί — дать знак;
σημείο(ν) προανατολισμού ( — или αναγνωρίσεως) — ориентир;
2) знак, значок, отметка;3) точка, пункт, центр; место;στρατηγικό σημείο(ν) — стратегический пункт;
συναντήσεως — место встречи;4) пункт, положение (доклада, речи);κύρια σημεία τού λόγου — основные положения доклада;
5) пункт, момент;τό σημείο(ν) στροφής — поворотный пункт;
6) перен. признак; симптом; примета;δείχνω (или δίνω) σημεία ζωής подавать признаки жизни; 7) физ. точка, момент;τό σημείο(ν) αδράνειας — момент инерции;
νεκρό σημείο(ν) — мёртвая точка;
§ προς όλα τα σημεία — по всем направлениям;
τα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα — четыре страны света
См. также в других словарях:
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek
νεκρικός — ή, ό (ΑΜ νεκρικός, ή, όν) [νεκρός] 1. αυτός που ανήκει αναφέρεται ή αρμόζει σε νεκρό ή στους νεκρούς, νεκρώσιμος, επιθανάτιος (α. «νεκρική λαμπάδα» β. «νεκρικός θάλαμος» ο θάλαμος στον οποίο τοποθετείται ο νεκρός πριν από την κηδεία) 2. ο όμοιος… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
νεκροπόλεις - νεκροταφεία — Με τον όρο «νεκρόπολις» χαρακτηρίζεται κάθε περιοχή, όπου θάβονταν, όπως και σήμερα, στην αρχαία εποχή οι νεκροί μιας πόλης, ή ενός απλού οικισμού. Οι περιοχές αυτές ήταν πάντοτε έξω από τον περίβολο του οικισμού ή τα τείχη της πόλης και η έκτασή … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
мьртвыи — (619) пр. 1.Мертвый, умерший: На земли ѹбо положена быста ˫ако мьртва. Стих 1156–1163, 105 об.; ѥгда въсхотѣ ли˫ати въ кандило масло то. и се видѣ мышь въпадъшю въ нѥ мьрътвѹ плавающѹ. въ нѥмь. ЖФП XII, 53б; мьртва бо плъть вл҃дко чюда творити… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)